Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Κι όσες φορές αποτυγχάνω, τόσο πιο πολύ πεισμώνω.
Γιατί τόσο ψέμα ρε φίλε, γιατί τόση σαπίλα;
Κι αναρωτιέμαι είναι τόσο δύσκολο να είσαι αληθινός;
Είναι τόσο δύσκολο να είσαι εσύ, εσύ και η ψυχή σου;
Κι αυτό το ένστικτο μου τα έχει χάσει πια και είναι μπερδεμένο, δεν ξέρει τι να ακούσει.
Ψέμα από εδώ, ψέμα παραπέρα.
Και η αλήθεια που χάθηκε ρε γαμώτο, που πήγε;
Μες στην ψευτιά συνηθίσαμε να ζούμε και όπως ο ιός, μεταλλαχτήκαμε κι εμείς.
Δεν ξέρουμε τι να πιστέψουμε πια.
Κομμάτια του εαυτού μας ανησυχούν για την ψυχή μας.
Μα η ψυχή ξέρει να αναγνωρίζει το σωστό και το λάθος.
Η δικιά μου ψυχή γρονθοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, μα επέζησε.
Και θα μάχομαι μέχρι το τέλος.
Αυτό που λυπάμαι είναι η αδύναμες ψυχές, αυτές που δεν μπορούν να επιβιώσουν.
Γιατί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που τις ταλαιπωρούν, που τις καταδιώκουν, που τις κακοποιούν.
Σ’ αυτές τις ψυχές τι να πεις;
Πως ο κόσμος χάλασε και υπάρχουν τόσα πολλά χειριστικά καθάρματα εκεί έξω.
Πως η κοινωνική δικτύωση που μπήκε στην ζωή μας μας έκανε ακόμη πιο μπάχαλο.
Έστειλε, δεν έστειλε, θα στείλει, δεν θα στείλει.
Άλλον περιμένεις να στείλει, άλλος σου στέλνει.
Τόση ψευτιά εδώ μέσα που απορώ πώς αντέχουμε ακόμη.
Επενδύεις συναίσθημα και σου βγαίνει σαπίλα.
Κι όταν το καταλαβαίνεις είναι ήδη αργά.
Αργά για να γυρίσεις πίσω και να δώσεις μια μούντζα στον εαυτό σου.
Γιατί είναι γλυκό το παραμύθι και το πουλάνε πολλοί εδώ μέσα.
Κι εσύ έχεις ανάγκη να το ακούσεις, να το ταξιδέψεις, να το ασπαστείς.
Γιατί πάντοτε σου λείπει λίγη αγάπη κι αυτοί εδώ μέσα έχουνε γίνει μέντορες.
Γι’ αυτό σας λέω τις αδύναμες ψυχές λυπάμαι που τις καταρρακώνουνε.
Οι άλλες οι δυνατές δεν χαμπαριάζουν.
Πατάνε ένα σιχτίρισμα κι από δω ήρθαν κι άλλοι.
Γι’ αυτό όχι στις ψυχές που έχουν ήδη ηττηθεί και ψάχνουν απεγνωσμένα τον οποιονδήποτε.
Όχι σε κάθε σχέση που θυμίζει τιμωρία.
Γιατί η μεγαλύτερη αυτοτιμωρία είναι να δωρίζεις τον εαυτό σου στον κάθε ηττημένο!