Γράφει η Τζένη Ζάικου
Ήταν ένα βράδυ ήσυχο, ίσως υπερβολικά ήσυχο. Κάθε λίγο, κοιτούσα γύρω μου, σαν με προσμονή, λες και περίμενα κάτι να έρθει. Κάποιον να έρθει. Εσένα.
Είχα κλείσει τα μάτια και είχα θυμηθεί ένα βράδυ, πριν από αρκετό καιρό πλέον, που ξαπλώσαμε πλάι-πλάι και με κοιτούσες στα μάτια. Ήταν όμορφο εκείνο το βράδυ. Ήσυχο, αλλά όχι όπως σήμερα. Όχι αποπνικτικά ήσυχο. Μάλλον γαλήνιο θα μπορούσες να το περιγράψεις. Είχε την αίσθηση της αποθυμιάς.
Η αίσθησή σου δίπλα μου, το έξτρα βάρος στο στρώμα, όλα είναι ακόμα υπερβολικά ζωντανά για μένα. Νομίζω πως το στρώμα έχει σμιλευτεί λιγάκι από τον καιρό που πλάγιαζες μαζί μου. Πρέπει να έχει γίνει κάποια αλλαγή στο υλικό. Δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο και όταν πια αυτά έχουνε παρέλθει, να είναι λες και δεν συνέβησαν ποτέ, σωστά;
Δεν τολμώ ν’ ανοίξω τα μάτια. Τα κρατώ σφαλιστά, μιας και έτσι μπορώ να υποκριθώ πως βρίσκεσαι δίπλα μου. Μπορώ ακόμα και να νιώσω σχεδόν το σώμα σου δίπλα στο δικό μου. Την πλάτη μου να ακουμπάει στο στήθος σου, την ανάσα σου στο λαιμό μου.
Όταν κοιμόμασταν μαζί, δεν χρειαζόμουν ευχές και καληνύχτες. Ήταν ξεκάθαρο από το πώς με έσφιγγες πάνω σου. Ήταν ξεκάθαρο από το κούμπωμα των σωμάτων μας. Ήταν άσπρο και μαύρο.
Τώρα πια, όλα είναι γκρι.
Δεν ξέρω αν μου εύχεσαι καληνύχτα πλέον. Ίσως και να το κάνεις μέσα σου, μα εμένα με πιάνει το παράπονο. Δεν έχω νέα σου κι αυτό με αφήνει να κοιτώ γύρω μου με απορία.
Μα δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, αλήθεια. Γιατί τις λιγοστές φορές που μου ευχήθηκες να έχω μία όμορφη νύχτα, ήταν χίλιες φορές αβάσταχτο, διότι αυτό σήμαινε πως ήσουν μακριά μου. Τι να τις κάνω τις λέξεις σου εν τέλει αν δεν σ’ έχω πλάι μου;
Συνήθιζα να σου λέω πως η αγκαλιά σου ήταν σαν παυσίπονο για μένα. Η αίσθηση όταν με κρατούσες ήταν πανομοιότυπη με αυτή ενός μουδιάσματος. Ένιωθα λες και πονούσα όλη μέρα και δεν το ήξερα, μα όταν ερχόταν το βράδυ κι ερχόσουν στο κρεβάτι μου όλα περνούσαν. Το άγγιγμά σου έκανε όλα τ’ άλλα να παραμερίζουν. Ήμουν ασφαλής, ήμουν άθραυστη και εκτεθειμένη ταυτόχρονα.
Τώρα τι είμαι, μου λες;
Καλώς ή κακώς, για να είσαι η τελευταία καληνύχτα κάποιου, πρέπει αυτός ο κάποιος να είναι δίπλα σου.
Κι εγώ ήθελα να είμαι πάντα η τελευταία σου καληνύχτα.
Ίσως, μία μέρα.