Γράφει η Αγγελική Καμπέρου
Μαλλιά λυμένα, μπλεγμένα, αλατισμένα ανεμίζουν σε έναν χορό ξέφρενο· ο αέρας τα παίρνει και τα φέρνει και τα γυρίζει και τα στροβιλίζει.
Ένας ήλιος που καίει, σου λέει, εμπνέει· βουτάει στην θάλασσα ολόκληρος πορτοκαλί, μια πύρινη μπάλα που στο βύθισμα του παίρνει και εσένα μαζί.
Είσαι δίπλα μου. Χρόνια είχες να υπάρξεις δίπλα μου, τα χέρια σου είναι τυλιγμένα γύρω μου σφιχτά, σαν να προσπαθείς να με ζεστάνεις κι ας σκάει ο τζίτζικας Αύγουστο μήνα. Ίσως πάλι, να προσπαθείς να κλείσεις εκείνες τις πληγές που κάποτε άνοιξες κι ακόμα καμιά φορά αιμορραγούν.
Μα σε έχω δίπλα μου και τίποτα άλλο δεν μετράει, δεν πονάει, δεν ζητάει η καρδιά. Τα μάτια μου νιώθω να λαμπιρίζουν, το κεφάλι μου ακουμπησμένο πάνω στον ώμο σου και το μυαλό μου πλαθεί μικρά άκακα σενάρια.
Όμορφα τα καλοκαίρια. Όμορφος είσαι και εσύ. Με τα μελί σου μάτια και τα μαύρα σου μαλλιά. Με το χαμένο βλέμμα και το σταρένιο σου το δέρμα.
Είσαι δίπλα μου. Και ίσως αυτή να ήταν η μεγαλύτερη ευχή που έκανα ποτέ. Ίσως για μια στιγμή, τα πάντα να ήρθαν σε μιαν ευθεία και όλα να είναι όπως ακριβώς πρέπει.
Στραφταλίζει η θάλασσα όσο ο ήλιος βουτάει καυτός στα νερά της· βγάζω το σορτσάκι και το μπλουζάκι μου και μένω με το μαγιό, σου γνέφω να με ακολουθήσεις και κατευθύνομαι προς την ζεστή θάλασσα.
Βουτιά και ανάσα. Ανάσα και βουτιά. Τα νερά της γαλήνια, έτοιμα από καιρό να μας υποδεχτούν, να μας αγκαλιάσουν. Σε νιώθω από πίσω μου να με παίρνεις αγκαλιά και να στέκεσαι εκεί.
Μαγεία.
Είσαι δίπλα μου. Και νομίζω πως τίποτα πια δεν έχει σημασία.