Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Δεν ήξερε αν τον πλήγωσε περισσότερο που έφυγε ή που έφυγε χωρίς να αφήσει κάτι πίσω της.
Μέχρι που μια μέρα, στον δρόμο, ένιωσε το άρωμά της.
Ένα άρωμα που κουβαλούσε εποχές, λέξεις και σιωπές. Ένα άρωμα που του σάλεψε το μυαλό. Δεν ήταν απλώς μια μυρωδιά. Ήταν εκείνη. Όχι όπως την έβλεπαν οι άλλοι, αλλά όπως την ένιωθε αυτός όταν την είχε δίπλα του. Όπως ήταν όταν τον αγκάλιαζε από πίσω και το δέρμα της μύριζε σαν κάτι που δεν ήθελες ποτέ να ξεχάσεις.
Και τότε κατάλαβε.
Όταν ένας άντρας θυμάται το άρωμά της, δεν θυμάται μόνο εκείνη. Θυμάται τα πάντα.
Τη στιγμή που την πρωτοφίλησε.
Το βράδυ που την κράτησε και σκέφτηκε «να μείνεις».
Το πρωινό που την είδε να ντύνεται αθόρυβα, έτοιμη να φύγει.
Κάθε στιγμή που την έζησε – και κάθε στιγμή που δεν τόλμησε να την ζητήσει περισσότερο απ’ όσο του επέτρεπε η αξιοπρέπειά του.
Ένα άρωμα ήταν αρκετό για να διαλύσει όλες τις άμυνες. Για να ξυπνήσει αυτό που είχε θαφτεί κάτω από νέα πρόσωπα, άλλες αγκαλιές, υποσχέσεις του τύπου «προχωράμε».
Μόνο που μερικά πράγματα δεν τα προχωράς. Τα κουβαλάς. Όσο κι αν τα θάβεις, επιστρέφουν. Και δεν έχουν ανάγκη από εικόνες ή λέξεις. Ένα άρωμα φτάνει.
Το άρωμα είναι μνήμη.
Είναι συναίσθημα χωρίς φίλτρα.
Είναι η απόδειξη ότι δεν την ξέχασες. Ότι δεν θες καν να την ξεχάσεις.
Γιατί η αλήθεια είναι απλή:
Δεν υπάρχει πιο γνήσια στιγμή απ’ αυτή που σου κόβεται η ανάσα επειδή νόμισες πως για μισό δευτερόλεπτο… την ένιωσες ξανά.
Και μπορεί να μην ήταν εκεί.
Μπορεί να μην γυρίσει ποτέ.
Αλλά μέσα σου, εκείνη τη στιγμή, γύρισε.