Γράφει η Φένια Βουδαντά
Το μόνο που άφησα ίδιο με τότε, να ξέρεις, είναι το άρωμά μου. Ξέρεις, δεν μπορούσα να κρατήσω κάτι άλλο, όλα με στένευαν πια. Ακόμα και εκείνα τα φαρδιά ρούχα που αγόραζα από ανασφάλεια και μόνο, ακόμα και τα ρούχα αυτά δε με άφηναν πλέον να ανασάνω.
Ούτε μπορούσα να κρατήσω τα παπούτσια τα οποία φορούσα για να περπατήσω μαζί σου στους δρόμους τους γεμάτους αγκάθια, τους θυμάσαι; Βασικά εμένα τώρα που με βλέπεις, με θυμάσαι; Ή σου είμαι κάτι τελείως ξένο; Μα μύρισέ με. Και θα καταλάβεις.
Και τις εμπειρίες τις πέταξα. Έχω άλλες τώρα που δεν τις ξέρεις. Πήρα όσα είχαν να μου δώσουν, πήρα τα μαθήματα όλα, τα μελέτησα όλα σχολαστικά με δάκρυα στα μάτια κι ας γελούσαν εκείνες τις στιγμές τα δικά σου μπροστά στην ευτυχία που σε περίμενε μακριά μου.
Ναι, εσύ έπρεπε να γελάς, το χρωστούσες στον εαυτό σου, σου το χρωστούσε η ζωή μετά από όλες τις πίκρες που σου προσέφερε η παρουσία μου. Τα πέταξα όλα σου λέω και δε θυμάμαι τίποτα.
Μα έχω μάθει. Ούτε εσένα σε θυμάμαι καλά, αλλά κάτι μου λέει το αμήχανο χαμόγελό σου και η όμορφα στοιχισμένη οδοντοστοιχία σου. Μήπως να σε μυρίσω; Ή κινδυνεύω να θυμηθώ τα πάντα με τη μυρωδιά σου;
Και τα ποιήματα στα τετράδια τα πέταξα. Κάποτε έβρισκα όπου σταθώ κι όπου βρεθώ μέσα στο σπίτι, χαρτιά μικρά και μεγάλα με στίχους, ποιήματα ανολοκλήρωτα όπου κάτι πάντα ήθελα να πω, μα το άφηνα για μετά. Μετά ξεχνούσα τι ήθελα να γράψω πριν και με κατέκρινα, γιατί ο ψυχαναγκασμός μου με διέταζε ό,τι αρχίζω να το τελειώνω.
Τώρα τα μόνα χαρτιά που επιτρέπω να βρίσκονται σκορπισμένα στο πάτωμα είναι τα συγχωροχάρτια. Προς τον εαυτό μου. Έμαθα να με συγχωρώ.
Να με συγχωρώ που δεν είμαι πάντα σε θέση να τελειώσω αυτό που έχω αρχίσει. Γιατί είμαι άνθρωπος και έχω ανάγκη κάποιες φορές απλά να μην κάνω τίποτα. Να έχω κάποιες ώρες κενές. Αφιερωμένες πουθενά.
Μόνο στο απέραντο κενό, ένα δώρο στο άυλο μέρος της ζωής που πάει κόντρα σε συγκεκριμένα κουτάκια, υλικές απολαύσεις και υπολογισμένες με μαθηματική ακρίβεια στιγμές.
Και τα σεντόνια πια εκείνα τα πέταξα. Και τα καινούρια τα αφήνω τσαλακωμένα. Μάθε πως δεν τα σιδερώνω. Δεν έχει νόημα να είναι όλα άψογα και σιδερωμένα γύρω μου, όταν πλέον μού επιτρέπω να τσαλακώνομαι, να λυγίζω, εν ανάγκη να σπάω, να σιωπώ και στο τέλος να λέω «ευχαριστώ» που έστω συμβαίνουν αυτά και μου υπενθυμίζουν πως ακόμα μπορώ και νιώθω.
Πως στον κόσμο των εφήμερων και χλιαρών συναισθημάτων, τα δικά μου συναισθήματα βρίσκονται σε ένα αφηρημένο συνεχές, πως αφήνω πια τη γραμμή να τραβήξει προς όπου και για όσο θέλει αυτή χωρίς να την καταπιέζω επιστρατεύοντας γόμες και άλλα ελεγκτικά μέσα για να τη φέρνω στα μέτρα μου.
Ό,τι είναι στα μέτρα μας δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα, απλώς επιβεβαιώνει πόσο βολεμένοι είμαστε. Ας νιώσω ως εκεί που ορίζει η γραμμή, ως εκεί όπου θα είμαι σε θέση να κοιτάξω λίγο παραπάνω εντός μου από μια νέα χαραμάδα της οποίας την ύπαρξη μέχρι πρότινος αμελούσα, να δω κάτι παραπάνω για εμένα. Να έχω περισσότερη αυτεπίγνωση. Να είμαι πιο γεμάτη από εμένα.
Και τις στιγμές τις πέταξα. Κρατώ αυτήν εδώ τώρα που συμπυκνώνει όλες τις υπόλοιπες και κρέμεται από ένα κόκκινο μπουκαλάκι αιθυλικής αλκοόλης που μπορεί να σε μεθύσει χωρίς να κατεβάσεις σταγόνα, αρκεί να θυμάσαι να μεθύσεις όπως τότε, όπως μεθούσαμε τότε, αρκεί να ερεθιστεί η ρινική κοιλότητα και να βρεθούμε ξανά στο ίδιο μήκος κύματος.
Μα κάνε τον κόπο να με μυρίσεις και θυμήσου με. Όταν όλα είναι κανονισμένα από το χρόνο να ξεφτίσουν και να ξεχαστούν, ένας ονειροπόλος, τσακωμένος με την πραγματικότητα κατασκευαστής αρωμάτων με βαθιά αγάπη για το παρελθόν έχει κατασκευάσει ειδικά για εσένα ένα άρωμα.
Και όχι οποιοδήποτε. Ένα άρωμα ικανό να σε κάνει να κοιτάξεις πίσω και να συνειδητοποιήσεις πως τίποτα δεν έχει τελειώσει, πως όλα τώρα αρχίζουν.