Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Δεν με έπαιρνε ο ύπνος πάλι. Την είχα βγάλει στο μπαλκόνι σχεδόν όλη νύχτα.
Κάπνιζα και έπινα ήλπιζα πως το αλκοόλ και ο καπνός από το τσιγάρο τα κατάφερα να θολώσουν το μυαλό μου, αλλά μάταια.
Ήσουν εκεί. Ξημέρωνε Σάββατο η αγαπημένη σου μέρα. Στο δρόμο μπροστά από το διαμέρισμά μου οι έμποροι είναι τους πάγκους τους για τη λαϊκή.
Σε λίγη ώρα αυτός ο μέχρι στιγμής ήσυχος δρόμος θα γέμιζε ανθρώπους θα γέμιζε ζωή. Χρώματα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Χρώματα και ευωδιές.
Δεν άργησε ο κόσμος να φτάσει. Άλλοι ήταν χαμογελαστοί κι άλλοι σκυθρωποί. Άραγε τι σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό τους; Προσπάθησα να κοιμηθώ μα δεν τα κατάφερα.
Βρήκα ως δικαιολογία τις φωνές των μικροπωλητών και του κόσμου. Εμείς όμως ξέραμε.
Ξέρουμε πολύ καλά πως δεν έφταιγε τίποτε από αυτά. Το μυαλό μου είχε βάλει πλώρη για μεγάλα ταξίδια μακρινά. Σε τόπους μαγικούς σε μέρη που ο έρωτας υπάρχει.
Εκεί που οι ερωτευμένοι είναι μαζί γελάνε παίζοντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Εκεί που τις νύχτες κοιμούνται αγκαλιά. Η λαϊκή είχε τελειώσει. Ο δρόμος είχε ερημώσει και εγώ βιαζόμουν ακόμη πιο βαθιά στο απύθμενο σκοτάδι των σκέψεών μου.