Γράφει η Μόνια Μακρή
Θυμάμαι όλες μας τις προσπάθειες. Θυμάμαι πάντα τα λόγια σου, τα ίδια πάντα λόγια σου «έλα να κάνουμε μία ακόμη προσπάθεια. Το αξίζουμε. Μη μας το κάνεις αυτό. Δε ζω χωρίς εσένα..»
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φορές που σε μπλόκαρα στο κινητό κι όμως σε λίγες ώρες σε ξεμπλόκαρα από παντού. Μόνο και μόνο για να αφήνω πάντα μία μικρή χαραμάδα που θα μπεις σαν το φως του ήλιου να φωτίσεις και πάλι τις μέρες μου..
Θυμάμαι κάθε προσπάθεια, κάθε δάκρυ, κάθε “ποτέ ξανά” και κάθε παρανοϊκό καρδιοχτύπι στο άκουσμα “είμαι από κάτω, σε παρακαλώ θέλω να σε δω”.
Θυμάμαι την τελευταία προσπάθεια εκείνη τη βροχερή Πέμπτη πριν ένα μήνα έξω από τη δουλειά μου που ήρθες με ένα τριαντάφυλλο και μια σοκολάτα. Δεν ξέρω αν ήταν οι σταγόνες της βροχής, μα εγώ στο πρόσωπό σου έβλεπα δάκρυα. Πολλά δάκρυα που φώναζαν “είσαι η ζωή μου.. σ’αγαπώ”!
Και χάθηκα για μία ακόμη φορά στην αγκαλιά σου και γέμισε και το δικό μου πρόσωπο σταγόνες της βροχής. Ή μήπως ήταν δάκρυα;
Θυμάμαι και εκείνη την προσπάθεια ανήμερα των Χριστουγέννων. Κλείναμε δεκατρείς μέρες χωριστά. Ναι, μετρούσα την κάθε μέρα., τον κάθε μήνα, την κάθε στιγμή. Δεκατρείς μέρες ήταν. Θυμάμαι να φεύγω σαν τον κλέφτη από το οικογενειακό τραπέζι μόλις άκουσα το ηχητικό μήνυμα σου.
Δε μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα έλεγες και οι λέξεις έβγαιναν σχεδόν πνιχτά από το κλάμα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και μηδένισα κάθε απόσταση. Έπεσα στην αγκαλιά σου και μείναμε αγκαλιασμένοι ως το πρωί.. Τι ευτυχία Θεέ μου!
Θυμάμαι και εκείνο το πρωινό του Αυγούστου. 42 μέρες χωρισμένοι. Το μήνυμά σου με βρήκε στο λιμάνι του Πειραιά με τις παιδικές μου φίλες, έτοιμη να επιβιβαστώ στο δελφίνι για τις Σπέτσες. Και μου φώναζαν, μη φεύγεις, σταμάτα να τρέχεις κάθε φορά που σου ζητά συγγνώμη. Μα δεν τις άκουσα. Πίσω σε σένα γύρισα και μάρτυς μου ο Θεός δεν το μετάνιωσα στιγμή.
Θυμάμαι όμως και όλες εκείνες τις φορές που έμενα κουλουριασμένη να τσακώνομαι με τον εαυτό μου γιατί εσύ κοπάναγες την πόρτα και έφευγες κι ας έκανες συντρίμμια την καρδιά μου.
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φορές που άνοιγα την πόρτα στο φανάρι και πεταγόμουν σαν πεταλούδα από χρυσό κλουβί για να σώσω την αξιοπρέπεια μου.
Θυμάμαι κι όλες εκείνες τις φορές που η όψη σου δε μου θύμιζε σε τίποτα τον άνθρωπο που αγάπησα ως το πιο μακρινό αστέρι.
Για αυτό σε παρακαλώ, μέχρι να βρω τη δύναμη να το κάνω εγώ, την επόμενη φορά που θα σκεφτείς να μου πεις έλα, σε παρακαλώ πες μου όχι!