Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Τα βράδια είναι δύσκολα, ο ύπνος δεν έρχεται και οι σκέψεις στροβιλίζονται στο δωμάτιο γελώντας. Ένα ποτήρι ουίσκι, ένα τασάκι τσιγάρα και δυο φευγαλέες ματιές σε μία φωτογραφία μετά έχουν ως αποτέλεσμα έναν τυφώνα από δάκρυα και φωνές. Ίσως τα καταπιεσμένα συναισθήματα να μην άντεξαν, να ήθελαν να εμφανιστούν, να δηλώσουν παρουσία -και απουσία- να δηλώσουν παρελθόν και μέλλον σε ένα παρόν θαμπό.
Δεν ξέρω την αιτία πίσω από το ξέσπασμα του αποψινού βραδιού, μα τι γλυκιά γαλήνη πρόσφερε. Άδειασαν τα μέσα μου, ηρέμησε η ψυχή μου. Μία μικρή αφορμή αρκεί τελικά για να ξεσπάσει πόλεμος μέσα σου, να έρθουν τούμπα τα πάντα.
Σαν χαμένη μέσα σε ένα δωμάτιο φέρνω βόλτες γύρω από τον εαυτό μου, όρθια μέσα στο σαλόνι, έπειτα από λίγο ζαλισμένη πέφτω στον καναπέ και κοιτάζω απλανής το ταβάνι. Άραγε να έχει καταγράψει όλες εκείνες τις φορές που λύγισα; Εκείνες που έμεινα δυνατή; Εκείνες που γέλασα και έκλαψα με ό,τι απόθεμα ψυχής είχα; Δεν ξέρω, μα παρέχει μία ηρεμία η όψη του.
Ένας σιωπηλός παρατηρητής της ζωής μου νιώθω πως είναι. Ένας παρατηρητής που δεν κρίνει, δεν διαφωνεί, δεν νευριάζει. Απλώς παρατηρεί. Το ουίσκι καίει κάθε τι ζωντανό μέσα μου και μουδιάζω ακόμα περισσότερο, τώρα τα χέρια μου περιεργάζονται το πρόσωπο μου, το ακουμπάνε άλλοτε με ευλάβεια και αγάπη και άλλοτε πιο άγαρμπα, πιο νευριασμένα. Δεν ξέρω γιατί έχω νεύρα, πάντως ξεσπάω στο άγγιγμα μου.
Σηκώνομαι αργά από τον καναπέ, που έχω άτσαλα ξαπλώσει και κατευθύνομαι προς τον καθρέπτη του χολ. Παγώνω. Αλλοιωμένο τώρα ένα πρόσωπο με κοιτάζει, ρυτιδιασμένο και κουρασμένο, κλαμένο και αγανακτισμένο. Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν μπορεί να είμαι εγώ αυτή. Εγώ είμαι νέα, εγώ δεν έχω ακόμα ρυτίδες στο πρόσωπό μου, εγώ δεν έχω καν προλάβει να ζήσω, πως γίνεται να κουράστηκα κιόλας από την ζωή;
Το πρόσωπο απέναντι μου θολώνει όλο και περισσότερο και εγώ χάνομαι όλο και πιο πολύ στις σκέψεις μου. Με αγάπησα ποτέ; Με αγάπησα αληθινά; Τα μάτια βαραίνουν, πέφτουν όλο και περισσότερο. Κουράστηκα. Τελικά με αγάπησα ποτέ;