Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν προσπαθώ να δώσω καμία εξήγηση. Τίποτα δεν χρειάζεται εξήγηση. Κι αν δεν κατάλαβες γιατί έφυγα, δεν θα το καταλάβεις ποτέ. Έφυγα και πάντα θα φεύγω από τις στιγμές που με πληγώνουν, από τις στιγμές που με κρατάνε στάσιμη. Όχι πως ο εαυτός μου είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά δεν θέλησα ποτέ μου να σε πληγώσω. Και η ουσία είναι ότι βρέθηκα ξαφνικά έξω από την ζωή μου. Έξω από καθετί που αγάπησα και πόνεσα. Έξω από καθετί που μου έδινε αξία και εκτίμηση. Γιατί με πέταξες στα βαθιά. Ευτυχώς δηλαδή που είχα μάθει καλό κολύμπι απ’τα μικράτα μου και έμαθα να επιπλέω.
Τελικά δεν κατάλαβα ακόμη τι είναι πιο δύσκολο, να σ’αφήσω ή να μ’αφήσω; Αλλά αν αφήσω τον εαυτό μου δεν θα είμαι εγώ. Γι’αυτό και άφησα εσένα κι ας σ’αγαπούσα.. Σ’αγαπούσα και δεν ήθελα να σε πληγώνω. Ίσως γιατί όταν πληγώνω εμένα, πονάω και σένα. Ίσως γιατί πρέπει να ξαναβρώ ότι έχασα. Γιατί έχασα εμένα μαζί σου. Και με πλήγωσε που δεν το κατάλαβες ποτέ.
Κουράστηκα να ζω με μια μπάσταρδη ελπίδα, ότι θα καταλάβαινες την τρέλα ή την ευφυΐα μου. Γιατί κάποτε θα σου πω για μένα, αυτό που δεν “τόλμησες” να καταλάβεις. Γιατί χάθηκε απ’την ψυχή μας το βλέμμα κι απ’το βλέμμα μας η ψυχή. Γιατί στην καρδιά του κόσμου υπήρξαμε άνθρωποι, γιατί περπατήσαμε ανάλαφρα επάνω στις ψυχές και ακουμπήσαμε στα χέρια τους διάφανα κι όχι αδειανά συναισθήματα. Κι αν βολεύτηκα τότε στην ασφάλεια της αγάπης σου, είναι γιατί πίστεψα ότι η σαφήνεια των συναισθημάτων μου αρκούσε. Γι’αυτό διάγραψέ μου το χθες κι άφησέ μου μονάχα την αίσθηση ότι υπήρξα με το παραπάνω άνθρωπος.