Γράφει η Σοφία Παπαηλιαδου
Δυο ποτήρια καφέ. Μια κουβέντα που ξέρουμε πως θα τραβήξει. Μου λες πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη στις σχέσεις. Πως κάποιοι ήρθαν, έκαναν τη ζημιά τους και έφυγαν σαν να μη συνέβη τίποτα. Άλλοι δεν μπήκαν καν – σαν να τους κράτησε απ’ έξω μια αόρατη δύναμη. Και μετά είναι εκείνοι που σε διέλυσαν. Αυτοί που σε έμαθαν να κρύβεις το κλάμα σου στα χαμηλωμένα βλέμματα και να ξαναχτίζεις τον εαυτό σου από την αρχή.
Αλλά, αν το σκεφτείς αλλιώς, όλα αυτά δεν ήταν τυχαία. Είχαν λόγο.
Όποιος πέρασε απλώς, δεν είχε λόγο να μείνει. Ήταν ένα μάθημα, ένα δευτερόλεπτο που ίσως σε σημάδεψε, αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει παραπάνω. Δεν είχαν ρίζες στην καρδιά σου – ή απλά δεν ήθελαν να φυτέψουν καμία.
Στην αρχή, αυτούς που δεν μπήκαν ποτέ τους πήρες προσωπικά. Αναρωτήθηκες «γιατί όχι;». Αλλά, αλήθεια τώρα… Θες κάποιον που θα τον τραβάς απ’ το μανίκι; Που θα πρέπει να μικρύνεις τον εαυτό σου για να χωρέσεις στον δικό του κόσμο; Όχι. Ό,τι δεν ήταν για σένα, δεν βρήκε δρόμο προς την καρδιά σου. Και αυτό, όσο κι αν πόνεσε τότε, ήταν το μεγαλύτερο δώρο.
Και μετά είναι εκείνοι που σε έκαναν να κλάψεις. Αυτοί που σε έμαθαν να αναρωτιέσαι αν φταις. Που έριξαν μαχαίρια στο μέσα σου και σε άφησαν να αιμορραγείς. Αλλά αυτοί, όσο κι αν δεν το αντέχεις, ήταν οι δάσκαλοί σου. Σου έμαθαν τα όριά σου. Σου έδειξαν τι δεν θα ξαναδεχτείς. Σε έκαναν να δεις την πιο ωμή αλήθεια: μπορείς να σηκωθείς, ακόμα και όταν νόμιζες πως έχεις τελειώσει.
Και κάπου εκεί ανάμεσα… κι εσύ.
Μια Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων και των θαυμάτων. Πηγαίνοντας από το ένα άκρο στο άλλο, ανάμεσα σε εκείνους που σε έκαναν κομμάτια και σε εκείνους που δεν μπήκαν ποτέ. Αναρωτιέσαι αν υπάρχει ισορροπία, αν τελικά κάπου σε αυτό το χάος θα βρεις τον δρόμο σου.
Και μετά… έρχεται ο ένας. Ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να προσπαθείς να τον κρατήσεις. Που δεν είναι εκεί επειδή φοβάται να φύγει, αλλά επειδή θέλει να μείνει. Που βλέπει σε σένα όσα οι άλλοι προσπέρασαν ή φοβήθηκαν.
Αν τώρα πέρασαν από το μυαλό σου ονόματα, πρόσωπα, στιγμές… ξέρεις ήδη πού να τους τοποθετήσεις.
Γιατί, στο τέλος, όλα βρίσκουν τον δρόμο τους.
Και κυρίως, βρίσκεις εσύ τον δικό σου.