Γράφει η Γεώρα
Ήταν που περίμενε ανελλιπώς και καρτερικά εκείνον, τον έναν που δεν θα πλήγωνε την αγάπη. Ήταν που ήλπιζε πως υπάρχει εκείνος. Ήταν κυρίως που ήθελε να ήταν εκείνος.
Τι συμφορά να αγαπάς και να ελπίζεις ταυτόχρονα. Τι πρόστυχη τιμωρία. Δεν σου φτάνει η αγάπη που γεννήθηκε μέσα σου, δε σου φτάνει αυτό το δυνατό συναίσθημα που σου «τρώει» τα σωθικά, που σε κάνει να παραμιλάς, πρέπει και να ελπίζεις πως και εκείνος θα σε αγαπά.
Και αν όχι; Αν δεν σε αγαπά; Να σου και ο φόβος. Και γκρίζα σύννεφα ξεπροβάλουν στον ουρανό σου. Και εσύ γίνεσαι ανυπεράσπιστη. Έλα καλή μου, σήκω πάνω! Δεν θα κλάψεις, όχι τουλάχιστον μπροστά τους. Μόνη σου πλάνταξε στο κλάμα αν το έχεις ανάγκη.
Σε αγαπά, δε σε αγαπά, η αγάπη είναι υπόθεση του ενός. Ανοησίες! Και των δύο είναι. Μα έλα που είναι του ενός, είτε σου αρέσει, είτε όχι. Αγαπάς για εσένα. Επειδή σε εσένα γεννήθηκε η αγάπη. Αν ο άλλος δεν σε αγαπά. Το ξέρω θα πονέσει, μα θα περάσει.
Ήταν που περίμενε ανελλιπώς και καρτερικά εκείνον. Ήταν που εκείνος δε βρήκε το θάρρος να της το πει. Και έμειναν και οι δύο πληγωμένοι στην αφετηρία. Πληγώνοντας την αγάπη τους. Συμφορά, αν είχαν βρει μια σπίθα θάρρους, τώρα ίσως και να ήτανε μαζί. Και ήταν ένα βήμα, ένα δάκρυ δικό της, ένα δάκρυ δικό του η απόσταση.
Και έμειναν εκεί, να μαθαίνουν στην πράξη και να ζουν ότι είχε γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης « Να μάθεις να αγαπάς ό,τι σου λείπει και να μάθεις να αντέχεις ό,τι έχεις!»