Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Στο έλεος του νερού που πέφτει μανιωδώς γύρω μου και πάνω μου, με ρούχα μουλιασμένα, με ψυχή δαρμένη στέκομαι ακίνητη.
Τα χέρια μου ανοιχτά στο πλάι μου, υποδέχονται τις σταγόνες την μια μετά την άλλη, σαν πέφτουν από τον ουρανό μόνο για μένα. Μόνο για να βάλουν ένα τέλος σε εκείνο το μίζερο αύριο, σε εκείνη την άσβεστη θλίψη που περιτριγυρίζει την ζωή μου.
Η ανάγκη μου για λύτρωση από την φωτιά που καίει μέσα μου είναι τόσο μεγάλη που κάθομαι οκλαδόν στη μέση του δρόμου, σαν ένα μοναδικό αγκάθι πάνω σε ένα μίζερο, μαραμένο κόκκινο τριαντάφυλλο που του λείπουν τα 20 φύλλα.
Ένα και μοναδικό φως πέφτει στον δρόμο και μοιάζει ανίκανο να φωτίσει τις σκοτεινότερες γωνιές του μυαλού μου, τουλάχιστον δεν νιώθω μόνη.
Από ένα σημείο κι έπειτα δεν νιώθω τίποτα. Το σώμα μου έχει μουδιάσει από το κρύο και την ορμητική βροχή, η ψυχή μου από την άλλη έχει μουδιάσει καιρό από τον πόνο, από την αγανάκτηση, από την ανάγκη να υπάρξει ένας σκοπός.
Ξαπλώνω τώρα στον δρόμο, οι σταγόνες χτυπάνε το πρόσωπό μου.
Λύτρωση. Τα δάκρυα μπλέκονται με την βροχή και το ουρλιαχτό μου σκίζει την ησυχία γύρω μου.