Ξεχνάνε οι άνθρωποι, μα εγώ, δεν ξέχασα..
Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Ποτέ δεν ήμουν καλή με τις ημερομηνίες. Πάντα ξεχνούσα γενέθλια, γιορτές και επετείους. Οι γύρω μου το ήξεραν και δεν με παρεξηγούσαν. Έτσι ήμουν… Όταν μπήκες στη ζωή μου, σου πήρε καιρό να συνηθίσεις πως δεν υπήρχε περίπτωση να θυμηθώ ποτέ τα γενέθλια ή τη γιορτή σου. “Όλες οι γυναίκες τα θυμούνται αυτά!” μου έλεγες και γελούσες όταν σου απαντούσα “Εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες”.
Τρία χρόνια. Τρία χρόνια και δυο μήνες. Και 5 μέρες… τόσο καιρό ήσουν στο πλάι μου. Να ανέχεσαι την μνήμη χρυσόψαρου και τα καμμένα φαγητά μου. Να ανέχομαι τα κρύα αστεία και την ανεκδιήγητη ακαταστασία σου. Να λατρεύεις τα πρωινά φιλιά μου, όταν σου έφερνα τον καφέ στο κρεβάτι. Να λατρεύω τις ζεστές αγκαλιές σου, όταν καθόμασταν στον καναπέ για να δούμε μαζί ταινία. Ταξίδια, βόλτες, γέλια, καβγάδες, διαφωνίες… πόσα δεν ζήσαμε! Χαμογελάω ξέρεις καμιά φορά όταν τα θυμάμαι. Κι ας μη σε θυμάμαι κάθε μέρα πια.
Έρχονται όμως κάτι στιγμές, που θυμάμαι το σφίξιμο που ένιωσα στο στομάχι μου, όταν ξάπλωσα πρώτη φορά μόνη στο διπλό μας κρεβάτι. Το πρώτο πρωινό που ήπια καφέ χωρίς εσένα. Το πρώτο βράδυ που κάθισα στον καναπέ να δω μια ταινία κι η θέση σου ήταν άδεια. Τη στιγμή που μου πέταξες τα κλειδιά του σπιτιού και βρόντηξες την πόρτα πίσω σου. Τις δυνατές φωνές μου όταν σ’ άκουγα να λες ότι θέλεις λίγο χρόνο να σκεφτείς…
Περνάει ο καιρός, ξεχνάνε οι άνθρωποι. Είμαι σίγουρη πως πιστεύεις πως ξέχασα εδώ και καιρό. Ειδικά εγώ με τη μνήμη χρυσόψαρου. Είμαι σίγουρη πως αν ήσουν εδώ, θα γελούσες μ’ αυτό το υπέροχο, δυνατό γέλιο σου. Θα γελούσες αν άκουγες πως ακόμη θυμάμαι. Πως όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να ξεχάσω. Σήμερα θα κλείναμε 6 χρόνια μαζί…