Γράφει η Ιωάννα Ιακωβίδου
Κυριακή πρωί, ημέρα ευλογημένη απ τον θεό. Ημέρα που πήγαινες στην εκκλησία, μετά για καφέ στις φίλες σου.
Ήσυχη μέρα για μας ήταν πάντα, μάθαμε να μη δουλεύουμε και να ξεκουραζόμαστε. Να είμαστε πάντα εκεί το μεσημέρι όλοι, για να φάμε μαζί.
Όλες οι μυρωδιές του κόσμου δε μπορούν να ζεστάνουν τη σκέψη μου και την καρδιά μου όσο οι δικές σου.
Πάντα έλεγες πολύ σημαντικά πράγματα, μα τα σημαντικότερα ήταν εκείνα που μου έλεγες για όταν φύγεις.
Δεν ήταν πολλά αλλά ήταν όντως σημαντικά, αργότερα θα το καταλάβαινα.
Κυριακή πρωί έναν Φλεβάρη, ευλογημένη μέρα απ’ τον θεό μα κανένα θαύμα δεν έγινε εκείνη την Κυριακή.
Πάγωσε μαζί σου ο χρόνος, εμείς, μέχρι και τα λουλούδια σου και έκλεισαν πολλές πόρτες με το φευγιό σου, ήσυχο φευγιό γαλήνιο όπως ακριβώς άξιζε στην όμορφη σου προσωπικότητα. Μα πίσω σου, θέλω να με πιστέψεις, άφησες τόσο θόρυβο.
Μίλησαν για σένα κι ακόμη μιλάνε, κανείς δε σε ξεχνά ένα χρόνο τώρα.
Πόνος λέγεται Μάνα, άφησες πόνο πίσω σου και πολλά δάκρυα. Αυτή είναι η επιτυχία σου όμως, έφυγες με πολλή αγάπη στις τσέπες σου.
Κι εμείς που τόσα μας πρόσφερες και τόσο μας αγάπησες, που ποτέ δεν μας εγκατέλειψες, ποτέ δεν αρνήθηκες την αγκαλιά σου, σε θαυμάζουμε ακόμη και τώρα που έχεις φύγει.
Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το τελευταίο βράδυ πριν φύγεις που μου τηλεφώνησες να δεις πώς είμαι, άρρωστη εγώ, στα πόδια σου εσύ, μέχρι το τέλος μας πρόσφερες.
Έφυγες Κυριακή ευλογημένη μέρα και πίσω σου άφησες ακόμη και φαγητό που είχες φτιάξει την προηγούμενη για να φάμε.
Απίστευτο κι όμως αληθινό. Φεύγοντας μας άφησες τα πάντα ζωντανά κι όλα δικά σου.
Προσφορά μέχρι το τέλος και ανιδιοτελή αγάπη, που μόνο μια Μανα ξέρει να δίνει.
Σου μιλώ συχνά και ξέρω πως με ακούς. Κυριακή ευλογημένη μέρα ανοίγουν οι ουρανοί και πετούν οι αγγέλοι.