Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Θα ορκιζόμουν πως τίποτα δεν είχα αφήσει. Θα ορκιζόμουν πως είχα καταστρέψει κάθε τι που μας ένωνε, κάθε τι που μοιραστήκαμε. Ήμουν σίγουρη πως είχα καταφέρει να ξεφορτωθώ κάθε τι που σε θύμιζε.
Προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις να εξαφανίσω πράγματα, αναμνήσεις και στιγμές. Προσπάθησα με κάθε τρόπο να σβήσω τον πόνο, να γιατρέψω όλες τις πληγές που μου άφησε το “μαζί” μας.
Άρχισα να νιώθω πιο αισιόδοξη, πιο ήρεμη, πιο δυνατή. Άρχισα να πιστεύω πως το δύσκολο πέρασε, πως ο εφιάλτης τελείωσε, πως τα δάκρυα στέρεψαν.
Επέστρεψα σιγά σιγά στην καθημερινότητά μου και ξερίζωσα από μέσα μου όσα κομμάτια της σε περιείχαν. Άρχισα να σε ξεχνάω! Άρχισα να ζω!
Περίεργα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά η ζωή! Εκεί που λες πως είσαι καλά, πως έχεις συνέλθει, πως έχεις βρει τους ρυθμούς σου, έρχεται κάτι μικρό, κάτι τόσο δα κι ανατρέπει όλες τις προσπάθειες, διαλύει όλες τις προσδοκίες.
Θα ορκιζόμουν πως τίποτα δεν είχα αφήσει. Θα ορκιζόμουν πως είχα καταστρέψει κάθε τι που μας ένωνε κι όμως κοίτα που πάντα το παρελθόν βρίσκει τον τρόπο να επανέρχεται και να μας γεμίζει θύμησες.
Κοίτα που έφτανε μια μικρή φωτογραφία από παλιά ξεχασμένη, να φέρει και πάλι στο νου μου το τότε, ένα τότε που πάλευα καιρό να σβήσω απ’ το μυαλό μου. Κοίτα που έφτανε μια μικρή φωτογραφία να ξυπνήσει τις μνήμες μας, να μουδιάσει το κορμί μου, να θολώσει το βλέμμα μου. Κοίτα που βούρκωσα και μόνο στη θέα των ματιών σου.
Μικρά αγκάθια οι μνήμες που βυθίστηκαν ξανά στις πληγές μου κι έκαναν την ψυχή μου να αιμορραγεί. Μικρά αγκάθια που λύγισαν όσα προσπαθούσα για καιρό να κρατήσω όρθια.
Μικρά αγκάθια που ήρθαν να μου θυμίσουν πως ακόμη είσαι εδώ, όσο κι πάλεψα με μένα για να φύγεις. Κοίτα που έφτανε μια μικρή φωτογραφία..