Νιώθω ότι εσύ είσαι εδώ..
Γράφει η Κική Γ.
Το τζάκι αναμμένο, αχνοφωτίζει το
χώρο. Η φλόγα παιχνιδίζει και κάνει σχέδια παντού τριγύρω. Κάθομαι εκεί, στο ίδιο δικό μου μέρος. Κοιτώ κατάματα τη φλόγα. Νιώθω πως βλέπω μέσα της όλα όσα ζήσαμε και ήταν τόσα και τόσο όμορφα. Ο χώρος ιδανικός και μόνο για μας.
Τα σεντόνια μας αναδύουν ακόμη τη φρεσκάδα του καθαρού και μυρίζω την μυρουδιά του έρωτα μας παντού. Είναι εκείνη η δική μας, μοναδική μυρωδιά. Στρωμένη η φλοκάτη, ζεσταίνει το χώρο με το πορφυρό της χρώμα και τα ποτήρια μας ακόμη έχουν το κρασί που απέμεινε και πίναμε στη υγειά μας, στον έρωτα μας.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα πουθενά. Η καρδερίνα που τιτίβιζε και μας ξυπνούσε τραγουδιστά, εκεί στο γνωστό κλαδί της, ακούραστη και όμορφη πολύ. Όλα είναι όμορφα, μα οι νύχτες αξημέρωτες. Οι ώρες δεν περνούν. Ο χρόνος σταμάτησε. Κανένα ρολόι δεν λειτουργεί. Οι δείχτες καρφώθηκαν στο χθες. Σταθερή η ματιά μου, σχεδόν καρφωμένη εκεί στο πουθενά, ανάμεσα στις φλόγες.
Νιώθω ότι εσύ είσαι εδώ, ότι με σφίγγεις στην αγκαλιά σου, ότι τα κορμιά μας ενώνονται και κουμπώνουν με τον δικό μας μοναδικό τρόπο. Τα χείλη μας τρέμουν μόλις τα αγγίξουμε. Χτυπά η καρδιά, διεγείρονται οι αισθήσεις. Όλα στο κόκκινο, σαν το κρασί που απλά αγγίζω στα χείλη μου. Νιώθω πως λυγίζω. Το ποτήρι φεύγει από τα χέρια μου.
Όλα χίλια κομμάτια. Μια θλίψη, ένας κόμπος, μια κραυγή. Τότε ζούσαμε ο ένας για τον άλλον. Τότε.
Το τζάκι έσβησε. Τίποτε δεν το αναζωπυρώνει πια. Το κλαδί έσπασε. Η καρδερίνα φοβήθηκε και κρύφτηκε. Μαρασμός. Κατάντια. Δεν την παλεύω. Ασήκωτες οι νύχτες χωρίς την αγκαλιά σου.