Γράφει η Λέλα Μάνου
Πως από το «εμείς» φτάσαμε στο «εγώ» καρδιά μου, μου λες; Πώς έγινε κι ενώ ορκιζόμασταν αιώνια για πάντα και μαζί καταλήξαμε να μην αντέχουμε ο ένας την παρουσία του άλλου για παραπάνω από δέκα λεπτά; Πως φτάσαμε στο να μην έχουμε τίποτα να πούμε;
Δεν ξέρω πως καταλήξαμε σε αυτό το σημείο. Δεν θέλω να είμαι μόνη μου. Αλλά δεν θέλω να είμαι και μαζί σου. Δεν ξέρω πως έγινε και οδηγηθήκαμε σε ξεχωριστά μονοπάτια, που μας αναγκάζουν πλέον, θέλοντας και μη, να αφήσουμε τα χέρια μας και να τα βαδίζουμε μονάχοι. Εμείς! Που ξεπεράσαμε τόσα εμπόδια και τόσες ανηφοριές μαζί! Εμείς, που κάναμε το «για πάντα» να φαντάζει λίγο στα μάτια τα δικά μας και των άλλων. Που όλοι έβαζαν στοίχημα ότι θα γερνούσαμε μαζί. Εμείς, διαψεύδουμε πλέον τα πάντα, για πάντα….
Αλλοτριωθήκαμε αγάπη μου κι αποξενωθήκαμε. Βαδίζαμε σκυφτοί και δεν γυρνούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλον. Νομίζαμε πως μας αρκούσε να κρατιόμαστε χέρι-χέρι. Ξεχάσαμε να βλέπουμε τον άλλον στα μάτια. Και χαθήκαμε μες στην ανυπαρξία των στιγμών μας. Μες στη μοναξιά που μας επιβάλλαμε. Νομίζαμε ότι μας αρκούσε να περπατάμε πλάι-πλάι. Αλλά τα μάτια μας ατένιζαν άλλους ορίζοντες και χάιδευαν άλλες εικόνες.
Χαθήκαμε σε νέες παραστάσεις που θέλαμε να πρωταγωνιστήσουμε. Κι αφήσαμε την κωμωδία μας να εξελιχθεί σε δράμα.
Πραγματικά δεν ξέρω αν έχει μείνει κάτι να σώσουμε ή κάτι για να παλέψουμε. Δαγκώνουμε κάθε μέρα τους εαυτούς μας με λύσσα, με βία και ματώνουμε ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να επιβιώσουμε, θαρρείς κι αν ξεσκίσουμε τις σάρκες μας θα καταφέρουμε να λυτρωθούμε και να αποφύγουμε το αναπόφευκτο. Και κοιμόμαστε τα βράδια κουλουριασμένοι στη γωνιά μας να γλύφουμε τις πληγές που μόνοι μας δημιουργήσαμε.
Δεν είναι αυτό αγάπη. Κι αν είναι, δεν πρέπει να έχει τέτοια μορφή. Την φοβηθήκαμε την αγάπη μας και δεν έπρεπε γιατί ξέρεις τι λένε; Πως κι ο πιο μεγάλος φόβος σου φοβάται μήπως δεν τον φοβηθείς.
Μόνοι μας χάσαμε αγάπη μου. Λυπάμαι…