Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Θέλω να με πονέσω, να νιώσω την καταστροφή μου θέλω.
Να νιώσω τόσο την καταστροφή μου που σ’έχασα που να ουρλιάζουν οι νύχτες μου μέχρι το ξημέρωμα.
Σ’έχασα αγάπη μου κι όμως ποτέ δεν βγήκες απ’την ψυχή μου.
Σ’έχασα αλλά ποτέ δεν έφυγες από τα όνειρά μου.
Και γράφω, γράφω για να ξορκίσω τον εαυτό μου που σ’αγαπάει.
Που χωρίς εσένα σπρώχνω την μέρα να περάσει.
Χωρίς εσένα θρυμματίζω την νύχτα σε χίλια κομμάτια.
Και μου μένει ένα κενό συναίσθημα χωρίς χρώμα, χωρίς μυρωδιά.
Χωρίς εσένα η γη δεν γυρίζει, στέκεται άκαμπτη και περιμένει.
Περιμένω τα δικά σου μάτια -να με κοιτάξεις-, τα δικά σου χέρια -να μ’αγκαλιάσεις-, τον δικό σου πόθο -να με ποθήσεις-.
Και σέρνομαι κάθε βράδυ στην σκιά σου, στα μέρη που περπατήσαμε, στα μέρη που αγαπηθήκαμε.
Χωρίς φωνή πλέον, μ’ένα λυγμό να μου σπάει τα κόκαλα.
Μου λείπεις, όπως μου λείπει το κοριτσάκι που αγάπησες, εκείνο που γελούσε με όλα.
Και πάντα θα σε περιμένω, πάντα θα αποζητάω την αγκαλιά σου, γιατί μέσα σ’αυτήν ήμουνα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.
Δεν υπάρχει κόσμος χωρίς εσένα, μ’ακούς;
Θά’ρθω να με περιμένεις.
Θά’ρθω, γιατί κανείς άλλος δεν ξέρει να μ’αγαπάει όπως εσύ!