Μου λείπεις, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να γυρίσω..
Γράφει η Λιάνα
Μέρες, μέρες, χωρίς καν να το υποψιάζομαι, έρχεσαι και τρυπώνεις θρασύτατα στις πιο βαθιές μου σκέψεις. Κι εκεί που είχα πιστέψει πως έσβησε για πάντα η φλόγα της παρουσίας σου, η απουσία σου αποκτά φωνή και μου σιγοψιθυρίζει όλη την ιστορία μας απ’ την αρχή.
Κρατάω την ανάσα μου, γιατί προσπαθώ παντού να βρω κάτι γύρω μου που να χει τη μυρωδιά σου. Η ανάμνηση σου γίνεται πόνος σωματικός και μισώ τον εαυτό μου που υποφέρω, χρόνια μετά, γιατί δε μπορώ να σε αγγίξω. Χαζεύω μια φωτογραφία σου παλιά, απ’ τα λίγα δικά σου που έχω κρατήσει, μέσα στη θάλασσα, εκείνη την πρώτη, που χαμογελούσαν τα μάτια σου και μέσα απ’ αυτό το χάρτινο χαμόγελο, περνούν από μπροστά μου στιγμές αιωνιότητας μαζί σου, που κοινωνούσα απ’ τα χείλια σου ζωή και δύναμη.
Τότε θέλω να τρέξω, να σε βρω, να κάνω τη γη χιλιάδες κομμάτια και στο καθένα να χαράξω πως μου λείπεις. Τότε θέλω να ακούσω τα λόγια σου, να δω τα μάτια σου, να κρατήσω σφιχτά το χέρι σου, να σε ξανακλέψω απ’ τη θολή ζωή σου και να ταξιδέψω μια τελευταία φορά στο ιδανικό ψέμα μας.
Ήσουν η πιο επίπονη και η πιο αγαπημένη μου αποτυχία. Μια ελεύθερη πτώση, που την τόλμησα, την έζησα και γέμισε κάθε κύτταρο μου οξυγόνο.
Μια τρέλλα που μου κόστισε παραπάνω από δυο ζωές, που μου δίδαξε πραγματικά τι σημαίνει πάθος, τι σημαίνει να ακροβατείς μόνιμα ανάμεσα στη λογική και την παράνοια. Απόλυτα εθισμένη σε σένα, ζητούσα κάθε μέρα λίγο απ’ τη δόση μου για να μένω όρθια και να αντέχω όλο αυτό το βάρος μιας ανεξέλεγκτης κούρσας με το χρόνο και τα πρέπει.
Τώρα που το σκέφτομαι, που βρήκα τη δύναμη να φύγω ακόμα δε ξέρω. Αυτές τις ώρες που διψάω πραγματικά για σένα, δεν έχω απαντήσεις για το πώς απαρνήθηκα το φιλί σου. Για το πώς σου ζήτησα ψυχρά να με θάψεις μέσα στο χρονοντούλαπο σου, γιατί δεν υπήρχε κάτι να μας ενώνει. Τι λόγια ξεστόμισα….
Ίσως σε κάποια στιγμή νηφαλιότητας να διέκρινα τους αόρατους τοίχους που κρυφά ύψωνες, όταν πλησίασα σε απόσταση αναπνοής απ’ τη ψυχή σου. Ίσως να άκουσα την τελευταία μέρα μας το θόρυβο που έκανε η καρδιά σου, σαν τη κλείδωσες για να μην παραδεχτείς πως είχα εισχωρήσει στο μυαλό σου κι έτσι έκλεισες απ’ έξω τα όνειρα μας, τις ίδιες σου τις αλήθειες. Ίσως απλά να κατάλαβα πως ήταν ακατόρθωτο για σένα να διαλύσεις και να ξανακτίσεις τα θέλω σου απ’ την αρχή.
Συμπεραίνω πως η δυνατή ήμουνα εγώ. Γιατί εγώ αγάπησα και παραδόθηκα στην τρικυμία αυτού του έρωτα χωρίς αν και γιατί. Έριξα τη ζαριά μου κι είπα πως εδώ θα μείνω, ακόμα κι αν χρειαστεί να αποσυναρμολογήσω το σύμπαν μου και να το φτιάξω απ’ το μηδέν. Δίχως άμυνες, ερωτηματικά και αποδείξεις. Αρκεί να κρατούσα στα χέρια μου, μικρό κομμάτι από χρυσάφι, την καρδιά σου.
Εσύ δείλιασες. Κι ας πέθαινες κάθε φορά που ένιωθες πως θα φύγω. Κι ας υπέφερες όταν με έβλεπες σιωπηλή. Μου έδειχνες το “δε με νοιάζει” κι ολόκληρος ήσουν μάτια που ούρλιαζαν “μείνε κοντά μου”.
Κι όταν εκείνη τη βραδιά σου είπα να σκοτώσεις τη θύμηση μου, ήταν σα να πέρασαν από πάνω σου δεκαετίες, σα να γέρασες σε μια στιγμή. Ακόμα σε θυμάμαι, με το τσιγάρο στο χέρι, να με κοιτάς μέχρι να στρίψω στη γωνιά. Χωρίς κανονικό αντίο, χωρίς κουβέντες. Τι ήταν άλλωστε κανονικό σε όλα όσα ζήσαμε;
Προσπαθώ να το κλείσω το βιβλίο μας. Ζω, κινούμαι, γελάω. Ξαναρχίζω και να ελπίζω. Ενδόμυχα όμως, κάθε πρωί, κάθε νύχτα, έστω για λίγα λεπτά, όλη γίνομαι παρελθόν και ξαναβουτάω στη θάλασσα της θύμησης σου. Σ’ αγάπησα βλέπεις πολύ. Πρωτόγνωρα και αυθεντικά. Κι είχα φτερά να σου χαρίσω για να φτάσεις ψηλά, να δεις έναν κόσμο διαφορετικό. Ήθελα να μοιραστώ, μαζί σου μόνο, το ανεξερεύνητο κομμάτι που όλοι έχουμε μέσα μας.
Μου λείπεις. Μα αυτό δε θα είναι ποτέ αρκετό για να κολλήσει το παζλ της δικής σου ζωής. Της δικής σου μοναξιάς. Τρέμεις να αφεθείς κι εγώ είμαι κουρασμένη απ’ την προσπάθεια να δείχνω στους άλλους πως το μοίρασμα φέρνει ευτυχία. Πως δύο μαζί, γίνονται βράχος.
Μια χάρη θα σου ζητήσω, έστω κι έτσι, έστω κι αν δε τη μάθεις ποτέ. Έτσι σαν απόδειξη πως θυμάσαι ότι κάποτε, για λίγο, μοιραστήκαμε ζωή. Αν ποτέ με δεις στο δρόμο σου, σε παρακαλώ, απ’ τα βάθη της ψυχής μου, διώξε με με τον πιο σκληρό τρόπο που μπορείς. Είναι πάνω απ’ τη λογική αυτό που ζήσαμε και αν αναγεννηθεί θα μας κάψει…Θα μου λείπεις…..