Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Είναι δύσκολος ετούτος ο αποχωρισμός, ύπουλος, ανελέητος, αλλιώτικος από τους άλλους, ξαφνικός γιατί δε ρώτησε κανέναν. Δε προειδοποίησε στιγμή. Απλά ήρθε και θρονιάστηκε μπροστά μας σε μια στιγμή.
Η μυρωδιά του αφήνει ίχνη θανάτου και πίσω του σκορπά το τρόμο με ένα σωρό ραγισμένες καρδιές, ουρλιαχτά που σκίζουν τον αέρα και αλλεπάλληλες κραυγές μιας μάνας, ενός αδερφού και ενός πατέρα που πενθούν για το παιδί τους.
Ποια μοίρα άραγε τον πήρε μακριά; Ποιος θεός τον ήθελε κοντά του; Ποιος άγγελος ζήλεψε τη καρδιά του και τον τράβηξε πάνω του για αυτό το μακρινό ταξίδι χωρίς επιστροφή;
Λαβώθηκε σε μια λάθος στραβοτιμονιά, σε ένα απότομο παραπάτημα σε μια λάθος στιγμή για να γίνει η αφορμή να στηθεί το γλέντι το βαρύ, το γλέντι του θανάτου στη πόλη των τρελών.
Πόσοι άραγε να ζουν τον ίδιο εφιάλτη; Πόσοι να ζουν την ίδια απώλεια; Το ίδιο πένθος. Τα ίδια δάκρυα και τον ίδιο καημό; Ποσό πόνο παίρνει μαζί του άραγε ένας τέτοιος χαμός και ποσά συντρίμμια αφήνει πίσω του;
Ας μπορέσει να έρθει το φως ξανά. Ας ανοίξουν πάλι οι ουρανοί για λίγο και ας αφήσουν μια μικρή λεπτή χαραμάδα γι’ αυτούς που έχασαν το γέλιο τους και τον άνθρωπο τους, σαν φόρο τιμής σε αυτούς που έφυγαν, για να μπορούν να ανοίξουν τα μάτια τους ξανά στην επόμενη μέρα που θα ρθει. Στο επόμενο πρωινό που θα θελήσουν να υψώσουν το βλέμμα τους στον ουρανό για να ρωτήσουν και πάλι το γιατί. Ας μείνει η χαραμάδα ανοιχτή για να κρυφό κοιτούν που και που μήπως ισορροπήσει ξανά η ζωή με το θάνατο, το ασπρο με το μαύρο και η λογική με το συναίσθημα.
Ας γίνει η απουσία αυτή, σκέψη φωτεινή για να ξορκίσει το κακό με το σκοτάδι για να ηρεμήσουν οι σκέψεις οι βαριές, για να αναπαυτεί η ψυχή του και κάθε άλλη ψυχή που χάνεται έτσι, ξαφνικά!