Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μην μιλάς, άκου.
Άκου το κύμα που κλαίει, τον παφλασμό της θάλασσας που είναι στην αγκαλιά του.
Μην μου λες πως πρέπει να φύγω, πως πρέπει να απαρνηθώ.
Μου πήρε χρόνια να μάθω να χαϊδεύω τον ουρανό, να αγγίζω το λιόγερμα, να μοιράζομαι το φεγγάρι.
Μην μου ζητάς να είμαι πεζή, τυφλή και ξένη.
Μην μου ζητάς να αποχωριστώ αυτά που έμαθα, αυτά που αγάπησα και μ’αγάπησαν.
Μην μου ζητάς να είμαι μια άλλη, γιατί σαν άλλη δεν μπορώ να αναπνεύσω, δεν μπορώ να μυρίσω, δεν μπορώ να δω.
Εγώ μυρίζω τ’όνομά του, βλέπω την φωνή του και εισπνέω την μορφή του.
Μην μου ζητάς να χωρέσω το άχωρο, γιατί χώρεσε μέσα μου το φεγγάρι της ψυχής του.
Άντεξε πάνω μου η φορεσιά του πόνου του.
Κι όταν πονάει, πονάω.
Κι όταν χαίρεται χαίρομαι.
Ακούς, ακούς τον παφλασμό;
Ακούς τον παφλασμό που κάνει η ψυχή του όταν με σκέφτεται;
Ακούς την χαρά που κάνει ο χτύπος της καρδιάς του όταν μου μιλάει;
Ακούς το γέλιο;
Αυτός είναι που γελάει, που τραγουδάει, που χαίρεται.
Ακούς;
Εγώ το άκουσα και χάρηκα.
Χαρούμενος θέλω να είναι, γιατί δεν μπορώ παρά μονάχα να τον αγαπώ!