Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μην μου πεις αντίο, απλά άνοιξε την πόρτα και φύγε. Ο Νοέμβρης δεν θα μας βρει μαζί. Κι ας σ’αγαπώ κι ας μας αγαπάς.
Είναι που μ’έχασα και μεγαλώνει μέσα στο σώμα μου η κραυγή. Είναι που έχασα μέσα μου τον εαυτό μου και πάγωσαν τα χέρια μου να σκάβουν. Κι όσο σκάβω, πονάω κι όσο πονάω, θυμάμαι. Κι όσο θυμάμαι φοβάμαι.
Φοβάμαι να κατακτήσω το σώμα μου και γίνομαι λέξη και σε καταπίνω.
Γίνομαι καημός και σε ρουφάω. Γίνομαι κραυγή και σε τρυπάω. Γίνομαι θάλασσα και σε πνίγω. Γίνομαι αλήθεια και σε πληγώνω. Κι όσο σε πληγώνω, με πληγώνω.
Είναι που γεννήθηκα μια άλλη, με μια μιλιά γεμάτη προσμονές. Με μια μιλιά γεμάτη αίματα, με μια φωνή που σώπασε και ουρλιάζει.
Ήταν η καρδιά που μ’οδηγούσε πάντα κι ας μη το ήξερα. Αυτή ήταν, με μια αγκαλιά γεμάτη δυόσμο, μ’ένα κλάμα βουβό, με μια φασαρία για τροχοπέδη, με ένα γιατί, μ’ένα γιατί όχι.
Ίσως γι’αυτό μ’αγάπησες τόσο. Ίσως γι’αυτό συνεχίζεις να μ’αγαπάς.
Ίσως γιατί είδες αυτό που δεν είδα. Γιατί έγινες τα μάτια μου. Γιατί ακόμα κι όταν τυφλωνόμουν από πόνο εσύ έβλεπες.
Έβλεπες μέσα μου, γύρω μου και μ’ένα χάδι σου τα έπαιρνες όλα. Μπαίνει ο Νοέμβρης κι είμαστε χώρια. Την καρδιά σου λυπήθηκα. Την δική μου καθόλου.
Να πας στο καλό.