Γράφει η Ελπίδα Τάσσιου
Δεν χρειάστηκε ποτέ να πούμε πολλά. Ίσως αυτό ήταν το πρόβλημα. Ίσως αυτό ήταν και η μεγαλύτερη αλήθεια μας. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, το είπαν τα βλέμματά μας, οι ανάσες μας, οι στιγμές που στεκόμασταν απέναντι ο ένας στον άλλον και δεν λέγαμε τίποτα.
Γιατί καμιά φορά, οι σιωπές είναι πιο εκκωφαντικές από τις λέξεις. Δεν λένε ψέματα, δεν προσπαθούν να ωραιοποιήσουν, δεν ντύνονται με δικαιολογίες. Είναι εκεί, γυμνές, ακατέργαστες, πιο σκληρές από οτιδήποτε θα μπορούσαμε να ξεστομίσουμε.
Και εμείς τις είχαμε πολλές. Σιωπές γεμάτες πράγματα που δεν τολμήσαμε να πούμε. Σιωπές που έσταζαν ανεκπλήρωτα “αν”, σιωπές που έμοιαζαν με υποσχέσεις που δεν κρατήσαμε ποτέ.
Μην γελιέσαι, λοιπόν. Δεν ήταν η αγάπη που μας έλειψε. Δεν ήταν το πάθος, ούτε οι στιγμές που μοιραστήκαμε. Ήταν όλα όσα δεν είπαμε όταν έπρεπε. Ήταν η σιωπή που έγινε το δικό μας δηλητήριο. Και αν κάτι μας τέλειωσε, δεν ήταν οι καυγάδες, ούτε τα αντίο που ειπώθηκαν με μισή καρδιά. Ήταν τα πράγματα που δεν τολμήσαμε ποτέ να παραδεχτούμε.
Γιατί, ξέρεις, η σιωπή μπορεί να είναι παρηγοριά, αλλά μπορεί να γίνει και φυλακή. Και εμείς εγκλωβιστήκαμε μέσα της. Κρύψαμε φόβους, επιθυμίες, πληγές. Πιστέψαμε πως αν δεν μιλήσουμε, δεν θα χρειαστεί να παραδεχτούμε.
Αλλά η αλήθεια είναι πως ό,τι νιώσαμε, το είπαμε με τον τρόπο που κοιταζόμασταν. Με το πώς έτρεμαν τα χέρια μας όταν πλησίαζαν, με το πώς αγγίζαμε ο ένας τον άλλον σα να προσπαθούσαμε να θυμόμαστε την αίσθηση πριν χαθεί.
Και τώρα, αν με ρωτήσεις “τι πήγε στραβά;” δεν θα έχω να σου απαντήσω τίποτα. Δεν θα προσπαθήσω να αναλύσω, ούτε να εξηγήσω. Γιατί δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί. Τα είπαν όλα οι σιωπές μας. Και το χειρότερο; Δεν μας άφησαν ούτε ένα γαμημένο περιθώριο για επιστροφή.
Οπότε, άσε τις λέξεις. Δεν έχουν πια σημασία. Ό,τι ήμασταν, ό,τι γίναμε, ό,τι χαθήκαμε… το είχαν ήδη πει οι σιωπές μας. Και το ήξεραν πολύ πριν το καταλάβουμε εμείς.