Γράφει η MaGio
Μόλις αντίκρισα το φως του κόσμου ήρθε μια μοίρα και μου ακούμπησε στις παλάμες ένα σπαθί.
Έτσι γονατιστή έμεινα να τη βλέπω να απομακρύνεται, κοντοσταματησε, γύρισε μου έριξε άλλο ένα βλέμμα στα μάτια κι εξαφανίστηκε.
Έμεινα να το κοιτώ κι αναρωτήθηκα. Γιατί σ’εμένα;
Αποδέχτηκα πως ήταν δικό μου, βαδίζοντας με το σπαθί στο χέρι, μη ξέροντας να το πιάσω καλά καλά. Όταν ήμουν μικρούλα με πονούσαν τα χεράκια μου, ήταν βαρύ για μένα αλλά ήταν δικό μου!
Κι έπρεπε να το κρατώ, εξάλλου ήμουν αρκετά υπερήφανη και πεισματάρα για να σκεφτώ να το ξεφορτωθώ.
Σιγά σιγά τα χέρια μου σκλήρυναν, αντιλήφθηκα ότι μπορούσα, η ψυχή μου ήταν ατρόμητη και θαρραλέα και λες και όλες οι μάχες έρχονταν να με βρουν, γρήγορα κατάλαβα πως αν δεν το είχα δεν θα επιβίωναν ούτε εγώ, αλλά ούτε και οι πολύτιμοι μου κι έτσι ευχαρίστησα τη μοίρα μου.
Μάτωσαν τα χέρια μου να το σφίγγω.
Αλώβητη δεν έμεινα, προφανώς, οι περισσότερες πληγές μου επουλώθηκαν, οι βαθιές όμως είναι εκεί, στην ψυχούλα μου.
Όταν ξαποσταίνω, τις φροντίζω, τις αγαπώ, με αγαπώ, με αγκαλιάζω, με νοιάζομαι. Ματώνουν πού και πού αλλά δεν πειράζει εγώ συνεχίζω να τις αγαπώ. Ποτέ δεν θα πέσω στη μάχη με χτύπημα στην πλάτη, μόνο στο πέτο με τα μάτια ορθάνοιχτα και περήφανα!
Δίπλα μου βάζω αυτόν που θα παλέψει μαζί μου, για τα ιδανικά μου, για τις αρχές μου με τις δικές του πληγές, με πείσμα να περάσουμε χέρι χέρι στην άλλη όχθη, στο πιο όμορφο μας όνειρο! Μην αιμορραγείς πληγούλα μου, κοντεύουμε!