Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Έχεις γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Πιο πολλούς απ’ όσους άξιζαν τον χρόνο και το βλέμμα σου.
Κάποιους τους κράτησες. Άλλους τους άφησες πίσω.
Όχι από σκληρότητα. Από ενστικτο. Από ανάγκη. Από αυτοπροστασία.
Ήσουν πάντα εκείνη που ήξερε να αγαπά. Να δίνεται. Να στηρίζει.
Και ναι, έπεσες πολλές φορές. Πίστεψες, ξεγυμνώθηκες, άφησες τον εαυτό σου να ελπίσει.
Όχι επειδή ήσουν αφελής. Αλλά επειδή πίστευες στην καλοσύνη. Επειδή ήθελες να δώσεις μια ευκαιρία, ακόμα και σε εκείνους που δεν ήξεραν τι να κάνουν με τέτοιες ψυχές.
Κι όταν ήρθε η στιγμή, δεν φοβήθηκες να φύγεις.
Όχι γιατί δεν σε πονούσε. Αλλά γιατί δεν άντεχες άλλο να σε μειώνεις για να μείνεις.
Δεν άντεχες να μαζεύεις τον εαυτό σου σε γωνίες, για να μην περισσεύεις.
Ήξερες πια. Δεν ήθελες ημίμετρα. Δεν ήθελες λόγια χωρίς πράξεις. Δεν ήθελες “θα δούμε”.
Ήθελες ξεκάθαρα μάτια. Καθαρές αγκαλιές.
Ανθρώπους που μένουν, όχι όταν σε χάσουν, αλλά όσο σε έχουν.
Που δεν σε διεκδικούν από φόβο μην φύγεις, αλλά από χαρά που είσαι.
Που δεν κρύβονται πίσω από δικαιολογίες, αλλά βρίσκουν τρόπο να είναι παρόντες.
Έμαθες, λοιπόν.
Να αγαπάς χωρίς να εκλιπαρείς.
Να δίνεσαι χωρίς να χάνεσαι.
Να φεύγεις χωρίς να σπας.
Κι όσοι δεν άντεξαν το βάθος σου, το φως σου, την αλήθεια σου;
Δεν πειράζει. Δεν ήταν ότι δεν ήσουν αρκετή. Ήταν που ποτέ δεν ήταν έτοιμοι να αγαπήσουν κάτι που δεν μπορούσαν να ελέγξουν.
Και τώρα ξέρεις.
Δεν μετριέται η αξία σου από το ποιος έμεινε.
Αλλά από το πώς έφυγες.
Με το κεφάλι ψηλά και την ψυχή ακέραιη.