Γράφει η Άρτεμις Πολυκάρπου.
Όσοι μου είπαν πως θα είναι εδώ για πάντα, τους είδα πρώτους να γυρίζουν την πλάτη. Όσοι είπαν «σ’αγαπώ», στα δύσκολα ήταν έτοιμοι να σηκώσουν μαχαίρι. Κάποιες στιγμές φοβάμαι τους ανθρώπους, μα πιο πολύ τον εαυτό μου. Όσο κοντά τους έρχομαι, τόσο μακριά τους έμαθα να φεύγω.
Τα ήσυχα βραδιά μόνο τα άστρα ακούνε την καρδιά μου. Λατρεμένη μου μοναξιά, όσα μου δίδαξες πώς να ξεχάσω; Όταν κανένας δεν είναι τριγύρω, όταν το φορτίο της μέρας λυγίζει τις ωμοπλάτες της καρδιάς σου, όταν όλοι είναι έτοιμοι να κρίνουν βυθισμένοι σε έναν κόσμο γεμάτο απωθημένα.
Πώς να μοχλέψεις την ψυχή σου όταν έπαιξες στα ζάρια την ευτυχία της; Όταν την πίεσες να φτάσει στα όριά της και να ταξιδέψει μέσα στην ίδια της την κόλαση. Η ιδανικότητά της, το μοναδικό σου έπαθλο που έχεις για να αντέχεις και να συνεχίζεις. Πλέον δεν σε νοιάζει αν το βλέπει κανείς και γιατί. Νιώθεις πληρότητα και πορεύεσαι μονάχος σένα κόσμο εγωκεντρικό και δύστροπο.
Συνήθως όσοι φοβήθηκαν την προδοσία ήταν οι πρώτοι που της έδωσαν σάρκα και οστά. Όσοι δεν τρόμαξαν, δεν ήταν αφελείς, απλά ξανά συστήθηκαν με τους πειρασμούς της και την νίκησαν. Να θυμάσαι πως η ομορφιά σου είναι να ψάχνεις πάντα το φως μέσα στο σκοτάδι και να έχεις το κουράγιο να το βλέπεις αγνά να υπάρχει, χωρίς να δηλητηριάζεις το παρόν σου.
Ίσως όταν δυσκολεύονται να σε νιώσουν όπως τους νιώθεις, να είναι το χειρότερο είδος μοναξιάς. Αυτό όμως για το οποίο πρέπει να είσαι περήφανος, είναι που πλέον σου αρκεί να σε καταλαβαίνει ο εαυτός σου και να συμφιλιώνεσαι μαζί του. Τόσα χρόνια, αγάπη μου, έψαχνες τον ήρωά σου μέσα σε αδιάκοπες διαδρομές για να καταλήξεις να γίνεις εσύ ο ήρωας που χρειαζόσουν.