Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Κανένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα από τύχη, όσοι τον έζησαν ήτανε πρώτα ικανοί, το είχαν το πείσμα, είχαν τα αρχίδια. Δεν είναι ο έρωτας λαχείο, όπως οι περισσότεροι πιστεύτε, είναι επίπονο συμβόλαιο τιμής με τον εαυτό μας στην αρχή, κι ύστερα με τον άλλον.
Κανένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα, έτσι από μόνο του, όσοι τον έζησαν, πρώτα πιστέψαν στο μαζί. Τους βρήκαν νύχτες αμέτρητες στα γόνατα πεσμένους, να τον προσεύχονται, να τον νηστεύουν, να του ανάβουνε κερί και να του τάζουνε, να τον ικετεύουν, πριν να τον κοινωνήσουν.
Κανένας σας λέω δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα γιατί η ζωή του τον χρωστούσε, όσοι τον έζησαν, τον χρώσταγαν οι ίδιοι στις σπουδαίες αφεντιές τους. Και κάπως έτσι, έκλεισαν μόνοι τους τα αυτιά τους στους δειλούς, στους φαφλατάδες που έλεγαν πως δεν υπάρχουν έρωτες, και κράτησαν την αγκαλιά πεισματικά ορθάνοιχτη, μέχρι που επιτέλους ήρθε.
Ούτε ένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα γιατί τον ευνοούσαν οι συνθήκες, όσοι τον έζησαν, τις γάμησαν όλες τις αντίξοες συνθήκες και με τα ίδια τους τα χέρια, τον τσαμπουκά τους, και τις αξίες τους, φτιάξαν συνθήκες νέες.
Κανένας, κι αν θέλετε ακούστε με, δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα από κωλοφαρδία, όσοι τον έζησαν, στρώσαν τους κώλους τους και πάλεψαν για αυτόν, δώσανε μάχες, δώσανε χρόνο, δώσαν ψυχή, που πάει να πει, την είχαν την ψυχή για να την διαθέσουν. Αλίμονο στους άψυχους θα πω εγώ!
Κανένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα γιατί, εκεί όπως αμέριμνος καθότανε και σφύριζαν αδιάφορα, του έπεσε στο κεφάλι από τον ουρανό, όσοι τον έζησαν, γίνανε οι ίδιοι ουρανοί, γίναν πουλιά και ξαμολήθηκαν ως στα πέρατα του κόσμου, κάποιές φορές και πέρα από τον κόσμο τους. Κι όταν οι άλλοι ήρθανε και τους είπανε τρελούς, αυτοί τους έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, όταν οι άλλοι τους είπαν, “δεν μπορείς”, αυτοί το μπόρεσαν.
Βρε ούτε ένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα γιατί ο έρωτας πήγε στον καναπέ του και τον βρήκε, όσοι τον έζησαν, βγήκανε από την βολή τους, απ΄ το καβούκι τους, από τα τοίχοι τους και ξεβολεύτηκαν. Είχαν το πείσμα, είχαν το όραμα, την τρέλα και το όνειρο, είχαν την θέληση και πήγαν και τον βρήκανε αυτοί. Τον πιάσανε τα θρασίμια από τον γιακά τον έρωτα και του είπανε, “ψιτ, εδώ είμαι, εγώ δεν κρύβομαι”.
Ούτε ένα γαμημένος μεγάλος έρωτας δεν άνθισε μέσα σε εύφορους και προστατευμένους κήπους ρε βλάκες, πρώτα γίνανε λουλούδια του δρόμου, ρίζωσαν, φύτρωσαν κι άνθισαν μόνοι τους, άντεξαν τους χειμώνες, τους ανέμους, τα χαλάζια, τους έκοψαν οι περαστικοί κι οι περίεργοι, όμως εκείνοι την είχαν την δύναμη κι άνθισαν πάλι. Έκαναν υπομονή τεράστια, πόνεσαν, δάρθηκαν, λύγισαν όμως δεν έσπασαν, κι ύστερα φύτρωσε δίπλα τους ένα ακόμη αγριολούλουδο κι ενωθήκανε όμορφα.
Σας το ορκίζομαι, κανένας από όλους αυτούς που κάθονται και κλαίγονται, γιατί την πρώτη την φορά δεν τα κατάφεραν, την δεύτερη δεν έγινε, την τρίτη δεν τους πήγε, και τα παράτησαν οριστικά και αμετάκλητα, δεν πήγε ο έρωτας για να τους συναντήσει.
Δεν πάει ο έρωτας μαλάκα μου στους κλάψες και σε αυτούς που δεν μπορούν. Πάει μόνο εκεί που έχουνε τα κότσια να του χαμογελάνε, να στέκονται μπροστά του ατρόμητοι κι ας τα έφαγαν πρωτύτερα τα μούτρα τους πάρα πολλές φορές, πάει σε αυτούς που τον πιστεύουνε πιο πάνω από Θεό, όχι στα λόγια, στις πράξεις!
Μην είστε ανόητοι λοιπόν, κανένας δεν έζησε έναν μεγάλο έρωτα από τύχη. Πρώτα τον πίστεψαν με όλη τους την δύναμη, κι αυτή την πίστη τους δεν την έχασαν ποτέ, δεν την ξε-πίστεψαν ούτε για μια στιγμούλα τελικά, κι ας ούρλιαζε ώρες ώρες η ψυχή τους στο περίμενε!
Το καταλάβατε;
Για να σας το πω και λίγο πιο απλά, η ιστορία γράφεται από τους τρελούς, τους ικανούς και τους δυνατούς, όλοι οι άλλοι, εκ των υστέρων, απλά την διαβάζουνε.