Γράφει ο Nickolas M.
Μάλιστα. Και τώρα τί; Στέκεσαι μπροστά μου και μου εξηγείς με ψυχρή λογική τις πράξεις σου. Σαν να είμαστε δυο φίλοι που τα λένε στον καφέ τους χαλαρά. Σαν να μη ζήσαμε ένα τρελό πάθος τόσους μήνες, σαν να μη ριγούσαν τα σώματα μας σε κάθε μας άγγιγμα, σαν να μη ζήσαμε ένα πάθος που εσύ έλεγες ότι δεν είχε προηγούμενο.
Έναν έρωτα σαν το πιο τρελό μας μεθύσι. Και τώρα μετά από όλη αυτή την κοινή μας διαδρομή, εισπράττω την αλήθεια σου, όπως λες, που για μένα είναι ένας σωρός από ψέματα κι ένα σκληρό χαστούκι στο πρόσωπο.
Που ζητάς δήθεν κατανόηση κι αν είναι δυνατόν, την συγχώρεσή μου.
Που πρέπει μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά εγώ να διαχειριστώ μια καρδιά θρύψαλα, μια αγανάκτηση για τις χαμένες ευκαιρίες μας και μια διάψευση κάθε προσδοκίας που τόλμησα να έχω για μας τους δύο.
Όχι, καμία κατανόηση, καμία συγχώρεση, καμία αλήθεια δεν βλέπω πάνω σου. Δεν είμαι θεός να συγχωρέσω και σίγουρα δεν θα μπω σε διαδικασία να καταλάβω την άρρωστη και τιποτένια αλήθεια σου.
Αν εσύ δεν έχεις την στοιχειώδη αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό να αυτοταπεινωθείς από μόνος σου, να αναγνωρίσεις την προδοσία σου και να προσποιηθείς έστω ότι μετανιώνεις στοιχειωδώς για την προδοσία σου, ε μην περιμένεις τίποτα λιγότερο από την δίκαιη πληρωμή σου. Και μη διανοηθείς να δεις την ανταπόδοση μου ως εκδίκηση ή κακία ή δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο.
Στην τελική όταν απελευθερώνεις την παράνοια θα πρέπει να είσαι έτοιμος να την αντιμετωπίσεις. Γιατί το δρεπάνι που κράταγες και μου θέρισε την ψυχή με τόση απλότητα, θα σου επιστραφεί. Θα το ζήσεις μέχρι το μεδούλι αγάπη μου, σαν μαχαίρι που αργά αργά θα στρίβει στην πληγή σου, ώστε να έχεις όλο τον χρόνο να μετανιώσεις.