Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Νυστάζω… Σβήσε μου σε παρακαλώ το φως να κοιμηθώ. Τα μάτια μου κουράστηκαν να αντικρίζουν την τόση ασχήμια και υποκρισία αυτού του κόσμου. Δεν αντέχουν άλλο να βλέπουν τις άχρωμες εικόνες που τόσο απλόχερα μου προσφέρονται καθημερινά γύρω μου κι απλώνονται μπροστά μου. Χρειάζομαι άμεσα μια πρέζα ονείρου. Και μια σταλαγματιά χρωμάτων που μόνο αυτά μπορούν να μου την προσφέρουν.
Σβήσε μου το φως να κοιμηθώ, σε παρακαλώ. Έχω ανάγκη άμεσα να φύγω από εδώ. Πρέπει να δραπετεύσω από την πραγματικότητά μου.
Βλέπεις, το κορμί μου κουράστηκε να ταξιδεύει. Κουράστηκε να σκορπίζεται από εδώ και από εκεί, να ξοδεύεται συνεχώς σε ξένα κρεβάτια και να αναλώνεται σε μάταιες αγκαλιές. Πρέπει να αράξει κάπου, να βρω κι εγώ, επιτέλους, το δικό μου λιμάνι, τα χέρια που θα με κάνουν μια αγκαλιά και θα χωρέσουν μέσα σε αυτήν ολόκληρο τον κόσμο.
Κι αυτά τα χέρια δεν είναι τα δικά σου, καρδιά μου. Εσύ μπορεί να ντύθηκες με την αγάπη μου αλλά είναι ένα ρούχο που πλέον δεν σου κάνει, δεν σου ταιριάζει μάτια μου. Τα πάντα μου είναι πολύ φωτεινά, πού χρωματιστά για τη δική σου μαυρίλα και σκοτεινιά. Καλύτερα γυμνή και μόνη μου παρά να «φοράω» τα ψέματά σου και να προσπαθώ να κρυφτώ και να χωρέσω μέσα τους. Καλύτερα έτσι. Χωρίς πολλά φτιασίδια και μυρωδιές.
Νύσταξα, στο είπα και πριν θαρρώ. Άντε, λοιπόν, τι περιμένεις; Σκοτείνιασε τα πάντα γύρω μου να βυθιστώ στο μαύρο τους και να χαθώ μέσα του. Κι άσε με εκεί, να βρίσκομαι κουλουριασμένη να περιμένω τον ύπνο να με επισκεφτεί και τα όνειρα να με συνεπάρουν για να δραπετεύσω από όλα πια.
Κι όπως θα φεύγεις κλείσε μου την πόρτα. Θέλω ησυχία να έχω γύρω μου. Καμία φωνή και καμία μουσική δεν με ταξιδεύει πια. Κανένας ήχος δεν με συναρπάζει. Δεν θέλω να ακούω τίποτε πια, μονάχα να ακούγεται γύρω μου ο ήχος της σιωπής, γιατί, καμιά φορά, κι αυτός παραείναι εκκωφαντικός. Κλείσε μου την πόρτα, να χαρείς.
Σκοτάδι και ησυχία υπάρχει γύρω μου. Σε ευχαριστώ. Καληνύχτα.