Γράφει η Χριστίνα Μανωλά
Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήξερα. Το ήξερα καλά. Το έβλεπα από την πρώτη στιγμή, το ένιωθα σε κάθε σου κίνηση, σε κάθε λέξη που έλεγες μισή, λες και κρατούσες πίσω κάτι. Δεν είχα αυταπάτες για το τι είσαι, τι μπορείς να δώσεις, τι μπορείς να πάρεις. Κι όμως, έπεσα με τα μούτρα, σαν να μην είχα ξαναπέσει ποτέ.
Ήξερα ότι ήσουν δύσκολος. Ότι τα «όρια» δεν είναι κάτι που σε αγγίζει. Ότι προτιμάς να είσαι εσύ αυτός που καθορίζει τους κανόνες, ακόμα κι αν χρειάζεται να τους αλλάξεις για να βολευτείς. Κι όμως, δεν έκανα πίσω.
Γιατί εσύ ήσουν διαφορετικός. Ή ίσως εγώ ήθελα να πιστεύω πως ήσουν. Σου έδωσα χώρο να μπεις στη ζωή μου, ακόμα κι όταν το μυαλό μου ούρλιαζε να κρατήσω απόσταση. Γιατί; Γιατί το ένιωθα. Ένιωθα πως όσο κι αν ήσουν χαοτικός, υπήρχε κάτι εκεί. Κάτι που άξιζε να το ρισκάρω.
Αλλά γαμώτο, ήξερα. Ήξερα πως θα ερχόταν η στιγμή που θα χρειαζόταν να διαλέξω ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα. Και ξέρεις τι πονάει περισσότερο; Ότι δεν ήσουν εσύ που με έσπρωξες στα άκρα. Ήμουν εγώ που το άφησα. Εγώ που πίστεψα ότι ίσως, για πρώτη φορά, μπορούσα να αλλάξω την πορεία μιας ιστορίας που ήταν γραμμένη να τελειώσει άσχημα.
Ήξερα καλά πού έμπλεκα, γαμώτο. Και το ήξερα από την αρχή. Αλλά ακόμα κι αν με ρωτούσες τώρα, αν θα το ξανάκανα, η απάντηση θα ήταν η ίδια. Ναι. Θα έμπλεκα ξανά. Γιατί όσο κι αν πονάει, υπάρχει κάτι στον πόνο που σου αφήνει το δικό σου όνομα, που τον κάνει να αξίζει.