Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Ήταν παράξενο να το παραδέχεται, αλλά ήξερε πως έτσι ήταν πάντα. Εκείνοι οι δυο δεν χώρισαν στ’ αλήθεια ποτέ. Μόνο που οι άνθρωποι έχουν την κακή συνήθεια να βάζουν όρια, να χαράζουν γραμμές ανάμεσα σε πράγματα που γεννήθηκαν ενωμένα. Έλεγαν πως η αγάπη είναι αλλού και ο έρωτας αλλού, πως το κύμα φεύγει και η θάλασσα μένει. Μα αν στεκόσουν αρκετή ώρα στην ακροθαλασσιά, έβλεπες ότι όλα είναι ένα. Ένα σώμα που ανασαίνει, φουσκώνει και υποχωρεί.
Εκείνος το είχε νιώσει στο κορμί της. Στο βλέμμα που δεν ήξερε να ξεχωρίσει αν ήθελε να μείνει ή να φύγει. Στα χέρια της που τον τράβηξαν κοντά και την ίδια στιγμή τον έσπρωχναν μακριά. Κι ήταν αυτή η αντίφαση που τον έλιωσε. Το ότι δεν υπήρχε σωστός ρόλος να παίξει. Δεν ήταν ο εραστής ή ο σύντροφος, ο λιμάνι ή το ναυάγιο. Ήταν όλα μαζί, κι αυτό τον τρόμαζε.
Η αγάπη τους έμοιαζε με κύμα. Ερχόταν με φόρα, χτυπούσε δυνατά, μούσκευε τα πάντα, και ύστερα ξαφνικά χανόταν στο βάθος. Ο έρωτας ήταν η ίδια η θάλασσα: αχανής, ανυπότακτη, με υποσχέσεις που κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει. Κι όσο κι αν προσπαθούσαν να κρατηθούν από λέξεις, όρκους και σιωπές, στο τέλος έμεναν εκεί, να κοιτάζουν την απεραντοσύνη και να μην ξέρουν αν τους χωρά.
Μα όσο περνούσαν τα χρόνια, κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν να ξεχωρίσει τίποτα. Πως το κύμα και η θάλασσα ήταν το ίδιο. Όπως κι αυτοί. Ένα μαζί. Ακόμα κι όταν έμοιαζαν χαμένοι.