Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Στέκεσαι για άλλη μία φορά δίπλα μου, περιμένοντας το αργοπορημένο λεωφορείο. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα, εσύ να κοιτάς συνεχώς το ρολόι σου και εγώ να κοιτάζω εσένα.
Προσπαθώ να σε γνωρίσω.
Κάθε μέρα λέω στο εαυτό μου ότι θα σου μιλήσω, θα βρω μια αφορμή και θα σου μιλήσω.
Τι πιο απλό από το να ζητήσω ένα τσιγάρο, ακόμα και αν δεν καπνίζω, αφού πάντα κουβαλάς ένα πακέτο, το έχω δει.
Ή ακόμα, μπορώ να ζητήσω, να δανειστώ λίγο το στυλό σου, αυτό που σαν λόγχη βρίσκεται, μάλλον ξεχασμένο, στην τσέπη του παντελονιού σου.
Κάθε μέρα κάνω τις ίδιες σκέψεις, όμως κάθε φορά δειλιάζω και οι σκέψεις μένουν απλά σκέψεις, χωρίς πράξεις.
Τυχαία κάποια στιγμή έμαθα το όνομά σου, από έναν γνωστό που ήρθε και σε χαιρέτησε.
Κατευθείαν ένοιωσα καλύτερα, λες και αυτό άλλαξε όλα τα δεδομένα. Όμως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση, μία φαντασία απλά στο μυαλό μου.
Κάποια στιγμή σταμάτησες να έρχεσαι στην στάση μας, άλλαξες δουλειά, ξεκινούσες νωρίτερα, δεν ξέρω, εγώ απλά έμεινα με τις φαντασιώσεις μου και τα σενάρια του μυαλού μου.
Και να φανταστείς ότι ήξερα μόνο το όνομά σου.