Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα.
Χρόνια ολόκληρα ξημέρωνα για σένα· ετούτο το απόλυτο στο βλέμμα που ζητάω με πανικό αλλά δε ξέρω ακόμα. Δεν έχεις φανεί, ίσως να μην υπάρχεις και να σε γέννησα σε σκέψη από ανάγκη.
Θα σε διώξω πολλές φορές ακόμα, στο σώμα, στις αντοχές. Θα σε μετρήσω με ανασφάλειες και θα σωπάσω. Προετοιμάζω την ψυχή να μη τρομάξει στο πολύ που έχεις.
Μα αν δεν είσαι εσύ, πώς ο άνθρωπος να νιώσει;
Ήξερα, ό,τι με πανικό κουμπώσω επάνω μου από μοναξιά, εκτός από φθορά, τι άλλο να περιμένω. Κι έτσι την μοναξιά την έκανα σώμα μου για να μη βιαστώ.
Μου είπαν να υπομένω πως δε θ’αργήσεις, λες και έδινα στον εαυτό μου άλλη επιλογή.
Ο καθένας παίρνει πάντα αυτό που του αξίζει έλεγαν όσο κι αν αργήσει και καρτερούσα με λαχτάρα να φανείς. Ήμουν σίγουρη πως δε θα μου ταίριαζε τίποτα λιγότερο.
Ο χρόνος γεννούσε χρόνια και έτσι όπως είχα συνηθίσει σε περίμενα.
Δικαιολόγησέ με κιόλας είκοσι χρονών, μπορώ να έχω ό,τι θέλω!
Σαν μια σκιά στα τόσα, σε ζητούσα μα δεν ήξερα αν μπορώ. Αν μπορώ να σε κρατήσω, να σε ζήσω χωρίς να λερώσω την τόση ευτυχία. Και έτσι η δειλία με ανάγκαζε να κάνω ένα βήμα πάντα πίσω.
Οι ίδιες κινήσεις και σκέψεις με μεγάλωσαν. Μα με τόσο φόβο στα χέρια πώς να σ’ αγκαλιάσω;
Άλλωστε η μεγάλη προσμονή συνήθως ονομάζεται απάτη.
Κι έτσι συνήθισα σε αυτή την αναμονή και έμαθα να με αντέχω.
Δικαιολόγησέ με κιόλας τριάντα, μπορώ να θέλω ό,τι έχω;
Κάρφωσα τα πόδια και την ανάγκη μου στο έδαφος, να μη μπορώ να φύγω λες και θα έκανα βήμα μακριά σου.
Κάρφωσα ακόμα και την ακρισία, να μη ξανακάνω τα ίδια λάθη.
Κι όσο μεγάλωνα σου έμοιαζα με το στανιό να έχω κάποιον να ταιριάξω.
Να αγκαλιάζω την διαφορά και να την θρέφω ελευθερία.
Θα φανείς όταν θα είμαι έτοιμη να δώσω ό,τι μου έχει μείνει να μοιράζομαι.
Ο Θεός το όμοιο ενώνει.
Για φαντάσου να υπάρχεις, μα σε ξέρω.
Ξυπνάω μήνες μαζί σου και αφήνεις ανάσες στα χείλη μου.
Θα σε διώξω πολλές φορές ακόμα, προετοιμάζω την καλύτερη εκδοχή μου.
Κι αν αργήσεις;