Γράφει η Άνα Γεμενετζή
Ξέρεις, δεν έχει ησυχάσει το μυαλό μου. Όπου και να βρίσκομαι, ότι και να κάνω, σκέφτομαι. Συνέχεια σκέφτομαι. Το μυαλό μου δεν σταματάει. Ποτέ. Ούτε καν όταν κοιμάμαι.
Είναι Κυριακή, 8 Μαΐου. Έχω ξαπλώσει στο κρεβάτι μου από τις 22:10. Νιώθω πτώμα από το χθεσινό ξενύχτι. Βλέπεις, δεν είναι ίδιες οι αντοχές. Αν και, αν σκεφτώ πόσα έχω κάνει τους τελευταίους 10 μήνες, πιστεύω θα κουραζόταν κάθε εικοσάρης μόνο στη σκέψη.
Ναι, 10 μήνες. Πιο συγκεκριμένα, 10 μήνες και 10 μέρες ακριβώς, από την ημέρα που άφησα εκείνη τη ζωή μου, και 10 μήνες και 2 μέρες, από τότε που μου γκρέμισες τον κόσμο μου.
Σκέφτομαι.
Κάθε βράδυ, κάθε πρωί, κάθε στιγμή. Στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στη βόλτα μου, στη γυμναστική μου.. σε στιγμές που είμαι μόνη. Ακόμη και σε στιγμές που είμαι με παρέα, όταν αυτή δεν καταφέρει να με συνεπάρει ολοκληρωτικά.
Σκέφτομαι.
Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τη ζωή μου. Υπάρχουν στιγμές που δεν την αλλάζω με τίποτα, κι άλλες που θα έδινα τα πάντα να γυρίσω πίσω. Όχι, όχι σε σένα. Αν και, ίσως να υπάρχουν και στιγμές που σκέφτομαι πως θα ήθελα να ήταν αλλιώς, να ήσουν αλλιώς. Αλλά αυτό δεν είναι πραγματικό. Γιατί δεν ήσουν. Ήσουν εσύ. Αυτό που ήθελες να ήσουν, να είσαι. Δεν ξέρω. Πάει και καιρός. Αλλά ναι, θα ήθελα να γυρίσω. Σε εκείνη την καθημερινότητα. Που δεν μου άρεσε τότε. Αλλά σήμερα τη λατρεύω και τη νοσταλγώ. Δεν μου άρεσε τότε, γιατί υπήρχες εσύ, και έκανες τα πάντα να μη μου αρέσει. Να μη θέλω. Να χάνω τη διάθεση μου. Τη ζωντάνια μου.
Και σήμερα τη νοσταλγώ. Το σπίτι μου, στο Λυκαβηττό. Το τρέξιμο μου στην πόλη. Τις συνήθειες μας, που έγιναν δικές μου.
Γιατί μου έμαθες πολλά. Μου ξύπνησες πολλά. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ασχοληθεί τόσο πολύ με την Άνα. Δεν την γνώριζα. Δεν ήξερα τι της αρέσει. Τι θέλει. Ίσως και να μην της έδωσα ποτέ το χρόνο.
Δεν μου έδωσα χρόνο. Ήμουν πάντα απασχολημένη με τους ανθρώπους γύρω μου. Τόσο, που δεν μου άφηνα λεπτό για μένα.
Εσύ με πήρες μακριά από όλους. Και με άφησες μόνη. Τόσο μόνη, που η μοναδική μου παρέα ήμουν εγώ.
Επιτέλους! Επιτέλους είχα χρόνο για εμένα. Είχα χρόνο να πάω βόλτα. Να πάω βόλτα και να είμαι μόνη μαζί σου, Άνα.
Να έχω χρόνο να σκεφτώ, να αναλύσω.. να μην με περιορίζει καμία συζήτηση. Να μην προσπαθώ να εξηγήσω καμία σκέψη μου. Να μην παλεύω να καταλάβει κανείς κανένα συναίσθημα μου. Γιατί είμαι μόνο μαζί σου. Και εσύ καταλαβαίνεις απόλυτα. Μπορώ απλά να είμαι εγώ. Χωρίς καμία εξήγηση. Για όση ώρα θέλω. Για πολλές ώρες. Πολλές μέρες. Πολλούς μήνες.
Αθήνα.
Εσύ ξέρεις όλες μου τις ανησυχίες. Μαζί σου τις μοιράστηκα. Στους δρόμους σου με γνώρισα. Περπατούσα και είχα συντροφιά μου την εικόνα σου. Αυτή την εικόνα, που άλλους τους τρομάζει, άλλους τους φοβίζει, άλλους τους διώχνει και άλλους τους κάνει να μην μπορούν μακριά σου.
Σκέφτομαι.
Πάλι σκέφτομαι.
Γεμίζω τις μέρες μου. Γεμίζω τις ώρες μου, τα Σαββατοκύριακα μου.
Άλλες φορές με παρέα που λατρεύω. Με ανθρώπους που γελάω, τόσο, που πονάει η κοιλιά μου, κι άλλες φορές, με ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι πολλά.
Αλλά εγώ, μόνιμα σκέφτομαι. Σε όλες τις στιγμές μου.
10 μήνες.
Τόσο γεμάτοι, με τόσες εικόνες, τόσους ανθρώπους, τόσα μέρη, τόσα συναισθήματα που δυσκολεύομαι να τα θυμηθώ όλα. Δυσκολεύομαι να ακολουθήσω τη μνήμη μου, όσο και να σκέφτομαι.
Μου αποσπά την συγκέντρωση μου, την ηρεμία μου.
Θέλω τη βόλτα μου με την Άνα. Μου έλειψε. Άνα, μου έλειψες..
Μου είχε πει η Πηνελόπη, ότι ο χωρισμός είναι μια μορφή πένθους. Και ένα πένθος διαρκεί κατά μέσο όρο ένα χρόνο.
10 μήνες και 10 μέρες.
Τελειώνει ο χρόνος μας. Τελειώνει ο χρόνος που σου ανήκει. Έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν ξέρω τι νιώθεις. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Δεν ξέρω που είσαι, πως είσαι. Πως μοιάζει η εικόνα σου σήμερα. Ποιος είσαι σήμερα. Δεν ξέρω. Και δεν θα μάθω ποτέ.
Αλλά θέλω να μάθω τι κάνει η Άνα.
Άνα, θέλεις να πάμε βόλτα;
Άνα με ένα ν.