Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Ήμουν δεκαεννιά χρονών. Μέσα στο άνθος της ηλικίας μου που το μόνο που είχα να κάνω ήταν να περνάω καλά, να είμαι ξέγνοιαστη και να κάνω όνειρα για το μέλλον. Να δουλεύω, να βγάζω χρήματα και να πηγαίνω ταξίδια που τόσο αγαπούσα.
Μια παροιμία λέει «όταν κάνεις σχέδια για το μέλλον ο Θεός γελάει».
Σε μια μέρα άλλαξαν όλα. Μπήκα κατευθείαν στα βαθιά, κάτι το οποίο δεν ήμουν έτοιμη να ζήσω. Όμως κάποια πράγματα στη ζωή γίνονται για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου, τις αντοχές σου. Πόσο δυνατός είσαι και δε το ξέρεις μέχρι που φτάνεις στο χείλος του γκρεμού και κάποιος σε σπρώχνει και τότε έχεις δυο επιλογές. Ή ανοίγεις τα φτερά σου και προσπαθείς να πετάξεις ή αφήνεσαι στο κενό.
Ο θάνατος του πατέρα μου με έκανε να μεγαλώσω απότομα. Σε μια μέρα.
Από δεκαεννιά χρονών χαρούμενη, ανέμελη και ονειροπόλα μπήκα στη ζωή μιας τριαντάρας που αποφάσισε να μην αφεθεί στο έλεος των καταστάσεων αλλά να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Δεν ήμουν γεννημένη για να τα παρατάω σε τίποτα και αφού συνέβη αυτό θα το αντιμετώπιζα αλλά θα έπρεπε να βάλω τη ζωή μου σε δεύτερη μοίρα. Δε μου ήταν εύκολο όμως το έκανα.
Ξέρεις τι θα πει να διαγράφονται από το χάρτη σου τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου;
Ξέρεις τι θα πει να προσγειώνεσαι απότομα στην πραγματικότητα;
Ξέρεις τι θα πει να κουβαλάς στις πλάτες σου από τόσο μικρή ηλικία τόσες υποχρεώσεις και τη ζωή της ίδιας σου της μάνας;
Ξέρεις τι θα πει πόνος;
Ξέρεις τι θα πει να καταπίνεις τον πόνο σου για να απαλύνεις τον πόνο των δικών σου ανθρώπων;
Ο πόνος με έκανε σκληρή.
Έπρεπε να δαμάζω τα συναισθήματά μου για να μη δείξω αδύναμη μπροστά στη μάνα μου. Ήμουν η μόνη που είχε για να στηριχτεί.
Έπρεπε να δουλεύω για να μας φροντίζω πλέον και να αναλάβω όλες τις ευθύνες του σπιτιού και των υποχρεώσεων καθώς ένα πρόβλημα υγείας της δε της επέτρεπε να εργαστεί.
Έγινα πιο μοναχική, δεν είχα και προσωπικό χρόνο. Δεν έκανα σχέση με κανέναν για πολλά χρόνια και φίλη είχα μια που την ξέρω από το νηπιαγωγείο. Εργαζόμουν σε δυο δουλειές για να τα βγάλω πέρα και αυτές ήταν και οι μόνες μου κοινωνικές δικτυώσεις. Η ζωή μου ήταν σπίτι δουλειά και καμιά βόλτα αραιά και που.
Για δεκαπέντε χρόνια ζούσα το ίδιο μοτίβο.
Δουλειές, χρέη, υποχρεώσεις και άγχος για το αύριο που μας περίμενε.
Στα τριανταπέντε μου πλέον άρχισα να ξεπετάγομαι και να ζω και λιγάκι για τον εαυτό μου που είχα ξεχασμένο στην άκρη ώσπου μπόρεσα να σταθώ οικονομικά καλύτερα και επιτέλους συνέχισα από εκεί που σταμάτησα να ονειρεύομαι τα όνειρα που είχα κάποτε και άρχισα να τα υλοποιώ για να καλύψω τα χαμένα χρόνια που ήμουν στο μηδέν. Καλύτερα αργά όμως παρά ποτέ.
Τώρα λοιπόν θα ζήσω στο έπακρο τη ζωή και όπου με βγάλει.