Η ανάμνηση έγινε ένα μεγάλο απωθημένο που δεν ζήσαμε.
Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Σου μιλούσα καιρό, χρόνια θαρρώ από μέσα μού!
Σε καλούσα κάθε φορά στα πολλά δύσκολα στα ευχάριστα εύκολα.
Ενστικτωδώς σαν εγγαστρίμυθος σου κοινωνούσα όλα όσα με καλούσε η συνονόματη να διαχειριστώ. Ανάσα και εξομολόγηση…
Ήθελα τη γνώμη σου τη συμβουλή σου, τη μοιρασιά σε κείνο που συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι δεν χρειάζεται να πουν πολλά άλλα γίνονται κατανοητά τα πάντα. Εκείνα τα καλεσμένα από του κάθε χρόνου τις στροφές.
Βλέπεις σε σένα δεν χρειάστηκε να εξηγήσω ποτέ τίποτε
Εμφανιζόσουν από το πουθενά ακόμη και μετά από καιρό και ήταν σαν να μην είχες φύγει ποτέ. Ήξερες τι να μου πεις ή μάλλον τι ήθελα να ακούσω για να βγάλω το σύννεφο από το κεφάλι μου. Ήταν σχεδόν μαγικό όλο αυτό το απλά είμαι και σε ακούω χωρίς εξηγήσεις και χωρίς απολογία για οτιδήποτε κόντρα στην δική σου λογική.
Με αντιμετώπιζες σαν παντοδύναμη ηρωίδα που δεν μπορεί να την ρίξει κανείς, είχες απάντηση σε κάθε προβληματισμό μου. Έλεγες σχεδόν πάντα ότι ο κόσμος φοβάται το μυαλό και το τσαγανό μου και την κοπανάει γρήγορα ή αλλιώτικα και εφόσον εγώ το επιτρέψω με περιορίζει για να μην φανεί η ορμή μου να ζήσω, να γνωρίσω, να μάθω, να καταλάβω και γιατί όχι να πάθω. Δυνατά όμορφα ή και άτσαλα άσχημα. Όλα μαθήματα είναι άλλωστε.
Και κάπως έτσι μου τα αιτιολογούσες όλα, ακριβώς έτσι εξηγούσες και μένα.
Είχες καταφέρει να γίνεις η μεγαλύτερη έμπνευση μου για έκφραση, ο πιο δυνατός θαυμασμός μου σε κάποιον που το ήθος και οι αρχές του ήταν πάνω από κάθε καλοπέραση ή ήρεμη και χαλαρή ζωή! Άγγιξες το ιδανικό μου, αυτό που ποτέ άλλοτε κανείς δεν είχε φτάσει στο παραμύθι που είχαν φτιάξει οι πεποιθήσεις μου.
Τα κατάφερες να βρεθείς τόσο ψηλά στα μάτια μου, τόσο βαθιά μέσα μου που όλα και όλοι συγκρίνονταν με πήχη τη δική σου ύπαρξη, αυτή που εγώ μάλλον είχα φτιάξει για να σε πιστεύω σχεδόν τυφλά.
Και έτσι δικαιολογούσα τις μεγάλες απουσίες σου, τις παραλήψεις σου, τα κενά στη όποια επικοινωνία είχαμε που τον τελευταίο καιρό μεγάλωσαν επικίνδυνα.
Και αυτά τα κενά μια ωραία πρωία οδήγησαν σε πτώση. Ελεύθερη, κατακόρυφη σαν χρηματιστηριακό κραχ, χωρίς δίχτυ ασφαλείας χωρίς καν αλεξίπτωτο.
Και γίναμε άλλη μία γραφική ιστορία ενός αφελούς σιτεμένου κοριτσιού και του έμπειρου τάχα μου αξιόπιστου άντρα που οι λογής ρόλοι η εξουσία, η υπογραφή του ή ότι άλλο τον δήλωνε στον κόσμο έγινε κίβδηλος θησαυρός, με χαλκευμένη σύσταση! Έκανε κρότο πολύ αυτή η πτώση κυρίως γιατί μου γκρέμισε το ιδανικό που ήθελα να τρέφω και ας μην το ζούσα..
Και πόνεσα μάλλον μούδιασα και τώρα δεν ξέρω πια, ποιος είσαι ποιος ήσουν και γιατί έγινες. Δεν ξέρω γιατί με έπεισες εμένα τη τόσο αναλυτικά φιλοσοφημένη.
Δεν ξέρω πως επέτρεψα στον εαυτό μου όλο αυτό το μεγαλειώδες συναίσθημα που μόνο στα βιβλία διαβάζεις. Είχα ανάγκη να παραμυθιαστώ; Μπορεί…
Και έτσι τώρα κάθομαι και γράφω για άλλη μία φορά για σένα. Ίσως τελευταία.
Για αυτό έλα βάλε ένα κρασί από εκείνο το κόκκινο που σ αρέσει, που ήθελες να μοιραστούμε στο δικό σου “γήπεδό” και έλα να μιλήσουμε για το παρελθόν μας.
Αυτό που θα μπορούσε να είναι μία γλυκιά ανάμνηση έγινε όμως ένα μεγάλο απωθημένο που δεν ζήσαμε.
Και ευτυχώς σε εξαργύρωσα με αρκετές δυνατές αράδες μου και δεν σου χάρισα εντέλει εμένα το τώρα ή το αύριο της ζωής μου! Που τα είχα έτοιμα προς κατανάλωση!
Και κάπως έτσι η “πριγκηπέσσα” την κάνει πλέον για άλλο Βασίλειο, ο Ρήγας μετατράπηκε σε δράκος και το παραμυθάκι έληξε!
Καλή τύχη, άλλωστε στο τέλος ο καθένας καταλήγει με ο,τι του αξίζει!
Φυσικός νόμος…