Η αληθινή αγάπη έρχεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και κάνει πέρα όλους τους φόβους σου.
Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Δε φοβάμαι πια. Δεν είναι η ζωή μου μια κινούμενη άμμος που δε ξέρω από που να φυλαχτώ. Έστρωσαν οι δρόμοι μου με κόκκινα τριαντάφυλλα και έναν ήλιο να με περιμένει πάντα στο τέλος του, για να μου φωτίσει τα μονοπάτια μου.
Δε φοβάμαι πια. Δεν είναι τα βραδιά μου, άλλο σκοτεινά, ούτε οι εφιάλτες μου δε σκίζουν τον αέρα σαν αρπάχτηκα πουλιά που ήρθαν να μαζέψουν ότι απέμεινε από μένα.
Δε φοβάμαι πια. Τα τείχη προστασίας μου χτίστηκαν από μόνα τους, όταν σε πρωτοείδα. Έγιναν καταφύγιο για να μη τρομάξω ξανά. Όρθωσαν ανάστημα και έμειναν γερά, χωρίς να τα διαπεράσει τίποτα, ξανά ποτέ. Ακόμα και ο άνεμος που περνούσε απ’ έξω γυρνούσε πάλι, μόνος του, πίσω.
Ήταν άνοιξη, θυμάμαι. Μαζί της ήρθες και εσύ γεμάτος δώρα, χαμόγελα, υποσχέσεις και ευχές που έκαναν τη ζωή μου να αξίζει, από την αρχή.
Χωρίς τυμπανοκρουσίες διέσχισες αθόρυβα τη ψυχή μου και της έδωσες το ελιξίριο της νιότης, σα να μη πέρασε από πάνω μου στιγμή.
Τίποτα δεν άφησες για παρελθόν. Όλα τα έκανες μέλλον, με κινήσεις απαλές, ήρεμες και ζεστές. Χωρίς να βιάζεσαι. Χωρίς να ζητάς χρόνο και χώρο, απλά τα άφηνες να κυλήσουν μόνα τους και να παίρνουν τη θέση τους, σιγά.
Δε ζήτησα στιγμή να μου μπαλώσεις τα τραύματα με επιδέσμους. Δεν υπήρχε λόγος. Όποιος ήθελε το έκανε από μόνος του, αλλά κανένας μέχρι τώρα, δεν ήταν, εσύ.
Νόμιζαν ότι η αγάπη είναι λάβαρο. Έπαθλο ή μετάλλιο χρυσό που στο τέλος παίρνεις ένα μεγάλο χειροκρότημα για επιβράβευση.
Δεν τους έμαθε κανείς, πώς είναι να αγαπούν πραγματικά. Ότι η αγάπη δε θέλει αποδείξεις και επαίνους για να ανέβει στο βάθρο της ευτυχίας. Ότι δε χρειάζονται πολλά αλλά λίγα και καλά.
Η αγάπη θέλει ουσία, ταπεινότητα, ανοχή και αντοχή μέχρι να φτάσει μόνη της, όσο ψηλά μπορεί.
Δε τη φωνάζουν την αγάπη για να ανέβει. Δε την πουλάνε σαν καραμέλες δεξιά και αριστερά δείχνοντας τον ενθουσιασμό τους. Την κρατάνε κρυφή για να τη προφυλάξουν.
Δε πρέπει η αγάπη να γίνεται κραυγή γιατί λακίζει. Τρυπώνει σε ένα χωμάτινο λαγούμι μέχρι να περάσει η επήρεια και ύστερα φεύγει, δραπετεύει σα να μην ένιωσε ποτέ.