Γράφει η Μαρία Αρφαρά
Στο δωμάτιο επικρατεί ησυχία.
Ο μοναδικός ήχος που ακούγεται είναι η καρδιά μου, η οποία χτυπά με γοργούς ρυθμούς. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια. Προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, μα μάταια. Κυλούν και ποτίζουν το άψυχο πληκτρολόγιο του σταθερού υπολογιστή μου.
Ακουμπώ την πλάτη μου στην καρέκλα, σταυρώνοντας τα χέρια μου. Την επιδιώκω αυτή την ησυχία, αλλά παράλληλα δεν την αντέχω.
Περνούν από τη σκέψη μου λόγια και υποσχέσεις που έμειναν ανεκπλήρωτα. Άνθρωποι που έπρεπε να ήταν εδώ, αλλά προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από μεγάλα λόγια και την αποστασιοποίηση.
Η καρδιά μου, σαν μια βαλίτσα ξεχασμένη σε μια αίθουσα αναμονής, συνεχίζει να χτυπά πιο έντονα.
Μια βαλίτσα με έντονα, χαρούμενα χρώματα εξωτερικά, στα οποία κυριαρχούν το κόκκινο, το ροζ και το γαλάζιο, πασπαλισμένη με ασημί χρυσόσκονη — αλλά εσωτερικά άδεια. Κενή.
Και πώς να μην είναι;
Την άδειασαν οι συναναστροφές με τους λάθους ανθρώπους. Την κούρασε να προσφέρει, μα να εισπράττει αχαριστία και συνάμα αδικία.
Τώρα βρίσκεται, ναι μεν, θωρακισμένη… αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει όσα προστέθηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Δεν είναι η ίδια πλέον. Έχει γίνει πιο σκληρή, βιάζεται να βγάλει γρήγορα συμπεράσματα για τους ανθρώπους που την πλησιάζουν.
Όχι, δεν θέλει να την πλησιάζουν.
Κρατά μια άμυνα πλέον, για το δικό της καλό.
Της το χρωστώ άλλωστε.
Προσπαθώ μάταια να χαμογελάσω και διώχνω τις αρνητικές σκέψεις, μόλις ακουμπώ τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο για να γράψω ακόμη ένα κείμενο.
Το δικό μου κείμενο.
Βασισμένο στις δικές μου εμπειρίες και βιώματα.
Τη δική μου, όπως την αποκαλώ, ψυχοθεραπεία.