Ευτυχώς που ήρθες μάτια μου, να ζήσουμε έναν έρωτα αληθινό!
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Λαχτάρησε η ψυχή μου λίγο συναίσθημα, που να είναι συναίσθημα όμως κι όχι ό,τι να ΄ναι.
Πλάνταξε η καρδιά μου ζητιανεύοντας λίγη αγάπη, που να είναι αγάπη ρε γαμώτο, κι όχι κουβέντες, κι όχι προϋποθέσεις και συμφέρουσες πάντα για αυτούς συναλλαγές.
Μαράθηκαν τα χέρια μου για λίγη αγκαλιά, που να είναι αγκαλιά κι όχι τρύπα ορθάνοιχτη κι αμπέλι ξέφραγο.
Έβγαλε βάτα κι αγριοχόρταρα η άλλη πλευρά του κρεβατιού μου, βρόμησε ερημιά το διπλανό μου μαξιλάρι, πάγωσε η μισή μου η κουβέρτα, από ανθρώπους που δήλωναν δικοί μου, μα στις δηλώσεις έμεναν, που τις δηλώσεις ήτανε στα αλήθεια τέλειοι.
Αγρίεψαν τα μάτια μου από το μαζί που μου προσφέρανε, που μόνο μαζί δεν ήτανε, ήτανε η πάρτη μου, το εγώ μου κι ο εαυτούλης μου.
Πρηστήκανε τα πόδια μου να τρέχω για να σωθώ από τους και καλά σωτήρες μου, που πάντα ερχότανε για να με σώσουνε, με ένα κρυμμένο μαχαίρι όμως στην πίσω τσέπη τους, ακριβώς στα μέτρα της έρμης πλάτης μου.
Πόνεσε το σαγόνι μου που έσφιγγα συνέχεια τα δόντια να αντέξω μια μέρα ακόμα, να μην εγκαταλείψω, να μην αποχωρήσω εγώ και με πούνε δειλό κι ανάξιο… Ποιοι; Όλοι οι ανάξιοι που είχα γύρω μου.
Μελάνιασε η γλώσσα μου από το δάγκωμα, να μην μιλήσω, να μην ενοχλήσω, να μην πω κάτι που δεν θα άρεσε σε όλους τους κριτές και τους για το καλό μου και από αγάπη δολοφόνους μου.
Στεγνώσανε τα χείλη μου για λίγο φιλί, που να είναι φιλί ρε πούστη μου, κι όχι του Ιούδα η εσχάτη προδοσία.
Κaύλωσε το είναι μου για λίγο έρωτα, που να είναι έρωτας σου λέω, κι όχι γαμήσι, Από γαμήσι, δόξα τον Θεό, χόρτασα!
Κουράστηκα!
Θύμωσα!
Φοβήθηκα!
Αγρίεψα!
Δείλιασα!
Κρύφτηκα για καιρό στην μοναξιά και στα σκοτάδια μου!
Ευτυχώς που ήρθες μάτια μου, κι ας με τρόμαξε στην αρχή το τόσο φως σου. Ευτυχώς που τώρα είσαι εσύ εδώ. Ευτυχώς Παναγία μου που τελικά υπάρχεις, να ξαποστάσω επιτέλους λίγο ο φουκαράς…