Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Δεν ξέρω αν ξεκίνησε από το φως ή από το βλέμμα σου. Ίσως και τα δύο μαζί. Εκείνο το απόγευμα που ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τα δέντρα κι εσύ στάθηκες απέναντί μου, με το αλάτι ακόμη πάνω στο δέρμα. Δεν είπε κανείς τίποτα. Αλλά όλα ειπώθηκαν.
Το καλοκαίρι μάς τυλίγει όπως το νερό. Χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι μέσα του, χωρίς αντιστάσεις. Έτσι είμαστε μαζί. Σαν βουτιά από εκείνες τις ήσυχες, που δεν ακούγονται αλλά σε μουδιάζουν ολόκληρο.
Το πρωινό φως φιλτράρεται απ’ τα παντζούρια. Η σιωπή μας γεμάτη μικρούς ήχους. Μια ανάσα, ένα μουρμουρητό, το νερό που στάζει κάπου στο βάθος. Εσύ μισοκοιμισμένος, εγώ μισοξυπνημένη. Μια στιγμή τόσο άπληστη και τόσο ήσυχη ταυτόχρονα. Κάπου εκεί βρίσκομαι, ανάμεσα σε σκέψεις και δέρμα.
Οι ώρες κυλούν νωχελικά. Δε μετράμε τίποτα. Ούτε λεπτά ούτε λέξεις. Μόνο κάτι βλέμματα που καίνε λίγο περισσότερο απ’ τον ήλιο, κάτι αγγίγματα που μιλούν όταν δεν τολμούν τα στόματα.
Περπατάμε ξυπόλυτοι σε σοκάκια με άμμο ακόμα στις φτέρνες. Γελάς συχνά, δυνατά. Κι εγώ σε κοιτάζω λοξά, προσπαθώντας να μην αφήσω τίποτα να μου ξεφύγει. Θέλω να σε κρατήσω, όχι γιατί μου ανήκεις, μα γιατί κάτι μέσα μου ανασαίνει καλύτερα όταν είσαι κοντά.
Το απόγευμα βρίσκει τα κορμιά μας κουρασμένα από τη ζέστη. Ίσα που αγγίζονται, ίσα που χωράει μια σκιά ανάμεσά τους. Κι όμως, δε χρειάζεται κάτι πιο δυνατό για να με διαπεράσει αυτό που νιώθω. Δεν είναι κραυγή, είναι χαμόγελο. Δεν είναι φωτιά, είναι το σιγανό κάψιμο που μένει αφού φύγει η φλόγα.
Τα βράδια κάπως απλώνονται. Όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Καθόμαστε μπροστά στη θάλασσα και δε μιλάμε πολύ. Οι λέξεις βαραίνουν τα απλά. Εσύ σκύβεις λίγο πιο κοντά. Δε με φιλάς. Απλά μένεις εκεί και η απόσταση ανάμεσά μας γίνεται η πιο δυνατή αφή.
Όλα είναι απλά. Και γι’ αυτό τόσο έντονα.
Κι αν αυτό δεν είναι έρωτας, τι είναι; Ένα καλοκαίρι που ήρθε για να αφήσει σημάδια όχι πάνω στο δέρμα, αλλά κάπου πιο μέσα. Να τα κάνει ζωή.
Και όταν σκέφτομαι εσένα, σκέφτομαι πάντα και το φως, τη ζέστη, το αλάτι, το χρώμα του νερού, την άμμο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Σκέφτομαι το καλοκαίρι. Και ξέρω ότι δεν είναι τυχαίο.
Εσύ, εγώ, καλοκαίρι και θάλασσα.
Όχι ιστορία. Αίσθηση.