Γράφει η Πράξια Αρέστη
Εκεί που νομίζεις ότι όλα τελειώνουν και νιώθεις μόνος κάπου στην άκρη της γης… Όταν φτάνεις στον πάτο και γύρω σου βλέπεις μόνο σκοτάδι και χάνεις κάθε ελπίδα για να ξαναβρείς το φως, η ζωή κάτι σου δίνει για να μην τα παρατάς. Δεν ξέρω αν είναι η τύχη, ο νόμος της έλξης ή το κάρμα, όμως, σχεδόν πάντα μια ηλιαχτίδα μπαίνει από μια χαραμάδα και σε βοηθά να βρεις τον δρόμο προς την επιφάνεια, να ζήσεις ξανά.
Κι εσύ ήσουν για μένα αυτή η ηλιαχτίδα. Το χέρι που με τράβηξε από το βυθό όταν ένιωθα ότι θα πνιγώ. Εκεί που νόμιζα ότι τελείωσα με τον έρωτα. Εκεί που πίστευα ότι είμαι αρκετά μεγάλη πια για να κυνηγάω αστέρια και κύματα, με πήρες από το χέρι και μου έδειξες ότι είμαι ακόμα αυτό το κορίτσι που αγαπάει τη θάλασσα, τον ουρανό, το φιλί, την αγκαλιά. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν χρειάστηκε να ζητήσω απολύτως τίποτα.
Με κοίταξες στα μάτια, με πήρες απ’ το χέρι και κάτω από το φεγγάρι που ήταν ο μόνος μας φάρος, τρέξαμε σχεδόν γυμνοί στην άγρια θάλασσα. Δύο σκιές που έγιναν μία κάτω από το σεληνόφως. Κάθε ενδοιασμό μου τον έσβησες. Δε με ένοιαζε πια να λερωθώ, να γεμίσω αλμύρα, να κρυώσω ή να έχω τέλειο μαλλί.
Με ελευθέρωσες. Με έβγαλες από τον πάτο, από τη φυλακή του μυαλού που με έβαλαν άλλοι για να με ελέγχουν. Ήθελαν να με πείσουν ότι είμαι μια ηλίθια ρομαντική που δεν θα βρει ποτέ τη θέση της σε αυτό τον μοντέρνο κόσμο. Με έκαναν να πιστέψω ότι δε θα έβρισκα ποτέ κάποιον που θα ήθελε να τρέξει κόντρα στα κύματα μαζί μου, κάποιον που θα με ήθελε γι’ αυτό που είμαι.
Πόσο λάθος είχαν! Εσύ το έκανες. Έτρεξες μαζί μου στην άγνωστη για σένα θάλασσα. Κι ας μην ήξερες αν τα πόδια σου θα βρουν άμμο ή πέτρες. Κι ας είχαμε μόνο το φεγγάρι. Δεν σκέφτηκες τίποτα. Δεν δείλιασες ούτε λεπτό. Με εμπιστεύτηκες απόλυτα. Και με κουβάλησες στην πλάτη σου όταν κουράστηκα. Και με αγκάλιασες όταν κρύωσα. Και με κάλυψες όταν έρχονταν τα μεγάλα κύματα.
Και μου μίλησες για τα αστέρια και μου χάιδευες τα μαλλιά… Κι εγώ απορούσα πιο από όλα τα αστέρια σου έδειξε το δρόμο για να με βρεις. Πώς άκουσες το κάλεσμά μου για βοήθεια; Μήπως είσαι άγγελος; Μήπως όλα είναι ένα όμορφο όνειρο;
Μα το επόμενο πρωί ξύπνησα κι ήσουν ακόμη εκεί… μ’ ένα καφέ στο χέρι, μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα, μ’ ένα χάδι που μου ψιθύριζε, “ήρθα για να μείνω, όλα θα πάνε καλά”.