Γράφει η Ναταλία Αργυροπούλου
Ήταν εκεί. Δίπλα-δίπλα. Χωρίς να κοιτάζονται. Χωρίς να μιλάνε.
Μόνο κάθονταν μπροστά από ένα παλιό πιάνο, μέσα στο φως ενός μοναχικού προβολέα.
Κι όμως… όλη η ένταση του κόσμου ήταν ανάμεσά τους.
Εκείνη, με το φόρεμά της να ακουμπάει λίγο τη δική του σιγουριά. Εκείνος, ακίνητος, λες και περίμενε την επόμενη ανάσα της για να αποφασίσει πού θα τοποθετήσει τα δάχτυλά του.
Δεν ήταν ζευγάρι. Όχι όπως τους λένε οι άλλοι. Ήταν δύο ψυχές που συναντήθηκαν στη μέση μιας μελωδίας. Που δεν ήξεραν ακόμα αν θα φτάσουν μέχρι το τέλος ή αν θα σταματήσουν στη μέση. Αλλά είχαν βρει κάτι κοινό: τον ρυθμό. Τον παλμό που δένει χωρίς να χρειαστεί εξήγηση.
Εκείνη άκουγε. Εκείνος σκεφτόταν. Και το πιάνο ήταν το ανάμεσα. Το άλλοθι για να μείνουν λίγο ακόμη μαζί.
Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα. Το ξέρεις όταν νιώθεις. Όταν, ακόμα και μέσα στη σιωπή, η καρδιά σου παίζει μουσική. Κι αν τύχει και χτυπούν στο ίδιο τέμπο οι καρδιές σας, αυτό δεν το αγγίζεις εύκολα. Ούτε το ερμηνεύεις. Το ζεις.
Ίσως να μην κρατήσει. Ίσως να μη μάθουν ποτέ τι θα γινόταν αν κάποιος τους τραβούσε προς την ίδια κατεύθυνση.
Αλλά για εκείνη τη στιγμή, για εκείνα τα λεπτά που ο κόσμος έξω δεν υπήρχε, ήταν μαζί.
Όχι επειδή έπρεπε. Αλλά επειδή δεν μπορούσαν να είναι αλλού.
Και μερικές φορές, αυτό είναι αρκετό.
Να κάτσεις δίπλα σε κάποιον, και χωρίς καμία λέξη, να παίξετε τη δική σας αλήθεια.
Σιωπηλά.
Αληθινά.
Σαν νότα που κρατάει λίγο παραπάνω απ’ όσο πρέπει.