Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Βαρέθηκε τα πήγαινε έλα, τα αντίο και τις μισοτελειωμένες καλημέρες, που δεν έχουν τίποτα να πουν. Κουράστηκε να τριγυρνάει από αγκαλιά σε αγκαλιά, ψάχνοντας να βρει λίγο φως στο σκοτάδι, για να μπορεί να προχωρήσει ευθεία. Ξέφτισε ο χαρακτήρας της, περιμένοντας κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους, που κάποτε ήταν το οξυγόνο της για να μπορεί να ζει.
Η μέρα της έγινε ρουτίνα και το κρεβάτι της η μόνη παρηγοριά. Λέει πως « φάση είναι θα περάσει», αλλά οι μέρες εξακολουθούν να φεύγουν και το τοπίο μοιάζει ίδιο και απαράλλαχτο, καθώς ο αέρας παγωμένος μπάζει από παντού. Κάθε μέρα που περνάει ελπίζει για το αύριο που θα ‘ρθει. Για εκείνο το πρωινό, που θα ‘ναι διαφορετικό από όλα όσα έχουν έρθει μέχρι τώρα. Ελπίζει σε εκείνον τον έναν και μοναδικό, που περιμένει μια ζωή, για εκείνον τον άνθρωπο που θα γίνει η συντροφιά της τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Για αυτόν που θα γίνει η ασπίδα της σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Περιμένει εκείνον, που το πάθος του θα είναι πιο δυνατό από την αγάπη, ορμητικό, ακαταμάχητο, τολμηρό και γεμάτο ζωντάνια. Αυτόν, που η φωνή του θα ακούγεται σαν βάλσαμο στα αυτιά της και η ματιά του θα είναι καθηλωτική και γεμάτη συναίσθημα. Ανυπομονεί για τον έναν, που θα γίνει το στήριγμά της σε κάθε δύσκολη στιγμή και η αγκαλιά του θα είναι γεμάτη, για να μπορεί να έχει απόθεμα λίγο παρακάτω. Φιλοδοξεί γι’ αυτόν, που θα λιώνει το κορμί της και η καύλα στα μάτια του θα της δείχνει ότι τίποτα δεν τελειώνει, αν δε πάψουμε να περιμένουμε.
Θέλει να είναι εκείνος που θα της λέει σ’ αγαπώ και θα το εννοεί, χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Εκείνος που το χαμόγελό του θα αντανακλά στο δικό της πρόσωπο, και που η λέξη « ένα» θα είναι γι’ αυτούς η αρχή για μια ακόμη δοκιμασία.
Θέλει αυτός που περιμένει να είναι διαφορετικός, καινούριος από πάνω μέχρι κάτω, να σέβεται και να τον σέβεται, να νιώθει και να αισθάνεται όπως εκείνη για εκείνον, να είναι αυτός ο γλυκός πρίγκιπας των ονείρων της, που θα μετατρέψει τη ζωή της σε επίγειο παράδεισο με ζωντανούς αγγέλους.