Γράφει ο Στέφανος Κωνσταντίνου
Ξέρεις, δεν το έχω πει ποτέ δυνατά, αλλά κάθε νύχτα, πριν κλείσω τα μάτια, σε σκέφτομαι. Είσαι εκείνη η σκέψη που δεν με αφήνει να ησυχάσω. Έρχεσαι, ήσυχα και αθόρυβα, σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα, και μου θυμίζεις όλα εκείνα που δεν έγιναν. Όλα εκείνα που θα μπορούσαν να είναι αλλά δεν ήταν.
Είσαι μια αιώνια εκκρεμότητα, ένα «αν» που ποτέ δεν απαντήθηκε. Ένα συναίσθημα που δεν μπόρεσε να βρει χώρο να ανασάνει. Και κάθε βράδυ, την ώρα που το σώμα μου ακουμπά το άδειο κρεβάτι, νιώθω πως κάτι λείπει. Όχι ένα σώμα, όχι απλά μια παρουσία. Λείπει η δική σου ενέργεια, η δική σου ζεστασιά.
Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι ακόμα κι αν κοιμάμαι μόνος, νιώθω πως το δικό μας «μαζί» είναι πιο δυνατό από πολλών άλλων που κοιμούνται δίπλα-δίπλα. Οι μεγαλύτεροι έρωτες, λένε, κοιμούνται σε ξεχωριστά κρεβάτια. Ίσως γιατί δεν χωράνε στις καθημερινές συνήθειες, στα μικρά και στα ασήμαντα. Ίσως γιατί η ένταση τους είναι τόσο μεγάλη που δεν αντέχουν να σβηστούν από τη φθορά της ρουτίνας.
Κάθε βράδυ, η εικόνα σου έρχεται μπροστά μου. Η φωνή σου, το βλέμμα σου, το χαμόγελό σου. Και κάθε βράδυ αναρωτιέμαι: πώς γίνεται να είναι κάποιος τόσο παρών, ενώ είναι τόσο μακριά; Πώς γίνεται να σε νιώθω δίπλα μου, ενώ δεν είσαι εδώ;
Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία για τους μεγάλους έρωτες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Να παραμένουν ζωντανοί, να σε στοιχειώνουν, να σου θυμίζουν κάθε μέρα τι σημαίνει να νιώθεις αληθινά.
Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν πειράζει. Αν είναι να σε έχω έστω κι έτσι, σαν μια σκιά που με επισκέπτεται τα βράδια, θα το πάρω. Γιατί ακόμα κι αν είσαι μια εκκρεμότητα, είσαι η δική μου εκκρεμότητα. Και αυτό, για κάποιο λόγο, φτάνει.