Γράφει η Μαριάννα Βασιλείου
Με μια βαλίτσα στο χέρι και έχω μείνει μετέωρη κάπου. Να μη ξέρω που είμαι, τι ψάχνω πια. Σε αγάπησα πολύ, στο έδειξα ακόμα πιο πολύ και κήδεψα την αγάπη μου για σένα όσο ήταν ακόμα ζωντανή. Ξέρεις τι γίνεται τώρα κάπως ξέμαθα να αγαπώ, να με αγαπούν, κάπως γίνανε όλα ανιαρά και άδεια μακριά σου αλλά έπρεπε να σε αφήσω να βρεις αυτό που πραγματικά θα σε κάνει εσένα χαρούμενο.
Όταν ένας άνθρωπος δε θέλει και είναι φανερό ότι δε θέλει, δεν τον πιέζεις, μαζεύεις τα κομμάτια σου και προχωράς. Το οφείλεις στον εαυτό σου να προχωράς και να συνεχίζεις έστω και μόνος στο διάβημα της ζωής. Μπορεί άλλωστε για τους πιο παράξενους και ασυνήθιστους ονειροπόλους σαν και εμάς να μην υπάρχει κάπου αυτό το ταίρι που τόσο απεγνωσμένα ψάχνουμε.
Ίσως βέβαια και να μην έχουμε ψάξει αρκετά καλά, τα πιο ωραία πράγματα καμιά φορά είναι δίπλα μας και δεν τα βλέπουμε. Μας αξίζει όμως να τα ζήσουμε, μας αξίζει αυτό το μοίρασμα.
Και μέχρι να βρεθεί αυτό το άλλο χέρι που θα είναι ικανό να μας κρατήσει, ας τα βρούμε με εμάς, ας αγαπήσουμε τον εαυτό μας κι ας βρούμε εκείνο το μοναδικό τρόπο να περνάμε καλά χωρίς να χρειαζόμαστε κανέναν πλάι μας. Μόνο ο εαυτός μας θα μας σώσει στα δύσκολα, κανένας άλλος δε θα μπει στη φωτιά για εμάς πέρα από εμάς τους ίδιους.
Οι έρωτες άλλωστε είναι σαν το καπνό που εξανεμίζεται γρήγορα, η αγάπη όταν είναι στέρεη ίσως και ένα κρατάει όσο χρόνια κι αν περάσουν. Ο μικρός αυτός φτερωτός θεός όμως όλο και για αλλού βάζει πλώρη, δύσκολα μένει για πολύ σε λιμάνι, είναι ένας μικρός αλητάκος, που του αρέσει να μας παιδεύει.
Καμιά φορά βλέπω ζευγαράκια στο δρόμο, στις πλατείες, στα λεωφορεία, στα πάρκα και τους θαυμάζω, θαυμάζω αυτό που έχουν κατορθώσει τώρα, τη στιγμή γιατί είναι χίλιες φορές καλύτερο να ζήσεις κι ας πονέσεις παρά να μην έχεις ζήσει, όποιος δε ζει είναι φτωχός άνθρωπος μες το κόσμο, μη σου πω ο φτωχότερος από όλους.
Και τώρα τι; Σε θυμάμαι καμιά φορά, βγαίνω με ανόητους τύπους που δε σου φέρνουν ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι, απολαμβάνω τη θέα και ατενίζω μόνη το πέλαγος. Και προσπαθώ να βρω τι θέλω εγώ και δε σε θέλω πια απλά μου λείπει ο τρόπος που με έκανες να νιώθω αλλά δε μπορώ να θέλω κάποιον που ήταν πάντα μακριά μου. Δε μπορώ!
Από μέσα μου λέω, να με έχει σκεφτεί άραγε μια φορά έστω και φευγαλέα και η απάντηση που παίρνω είναι πάντα το όχι, αφού εγώ δεν ήμουν ποτέ τίποτα για εκείνον, τίποτα αρκετά σημαντικό. Αν ήμουν θα ήταν εδώ τώρα, θα ήταν εδώ, εγώ προσπάθησα παραπάνω από όσο έπρεπε, έκλαψα, πόνεσα, τώρα φτάνει.
Δεν μπορεί κάπου εκεί έξω στο κόσμο ίσως να υπάρχει κάποιος που να μη χρειάζεται να σκέφτομαι, να αναρωτιέμαι, αν υπήρξα έστω και σαν ανάμνηση από το μυαλό του. Άλλωστε μας αξίζει ένας έρωτας με όλα τα κομφόρ αλλιώς δεν είναι έρωτας είναι κάτι σα παράπλευρη απώλεια.
Κουράστηκα να σε σκέφτομαι τόσο, σε απομυθοποίησα και ίσως τώρα να σε αφήνω πραγματικά να φύγεις δεν είναι αστείο.
Τώρα έχεις πια ξεθωριάσει και εγώ είμαι πια έτοιμη να φύγω, δε θα ξαναγυρίσω. Έχει έρθει η ώρα να βρω εκείνο το κορίτσι που άφησα πίσω, εκείνο το αθώο κορίτσι που πνίγηκε μέσα σε μια φωτιά που είχε ανάψει για τα καλά μέσα της.
Καλή ζωή λοιπόν!