Δε μας αξίζουν τα παιδιά αν δεν μπορούμε να τα σώσουμε
Γράφει η Ελένη Αράπη.
Παρασκευή 6.00 το πρωί, μένω κολλημένη μπροστά σε ένα λευκό χαρτί, σε ένα άγραφο γράμμα.
Με τι χρώμα να ζωγραφίσω το έγκλημα, με τι λέξεις να το εκφράσω.
Να βάλω μαύρο;
Μα πρόκειται για παιδιά ακόμα και στον θάνατο το μαύρο δεν τους ταιριάζει.
Θα βάλω ουρανό, θα βάλω θάλασσα.
Και για συναίσθημα, με τι λέξεις να το ντύσω, πόνος, κλάμα, θλίψη, οργή;
Όχι, απραξία θα βάλω.
76 παιδικά κουφάρια, ένα Αιγαίο γεμάτο απο αίμα και ακόμα για σωτηρία ούτε λόγος.
Πόσα ακόμα πρέπει να ταξιδέψουν, πρέπει τη θάλασσα πορτοκαλί να βάψουν,
με τα αδειανά τους σωσίβια, για να ξυπνήσουν τον άνθρωπο μέσα μας.
Μένω καθηλωμένη κοιτώντας τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Τα ‘χει κλειστά, μα εγώ τα βλέπω, τα ξέρω αυτά τα μάτια, είναι του γιού μου.
Ναι, είναι ο γιος μου νεκρός.
Ναι, είναι η κόρη μου νεκρή.
Ναι είναι τα παιδιά μου, η γέννα μου, η ανθρώπινη γέννα.
Με κοιτούν κατάματα, χαμηλώνω το βλέμμα, δεν μπορώ ούτε να κλάψω.
Πώς μπόρεσα, πώς μπορείς, να πεθαίνουν τα παιδιά σου και να μένεις άπραγος, ανύπαρκτος, νεκρός.
Δεν μας αξίζουν τα παιδιά, θα δείτε σε λίγο όλα θα φύγουν, άλλα στα ξένα, αλλά μακριά,
πάνω απο τον θάνατο θα ταξιδέψουν.
Δεν μας αξίζουν τα παιδιά. Είμαστε ήδη νεκροί.
Πέθανε το παιδί, ο άνθρωπος πέθανε.
Κι οι ποιητές, νεκροί και αυτοί.
LoveLetters