Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Μάτωσα μ’ αυτό που είδα.
Πάγωσα μ’ αυτό που ένοιωσα.
Κι αυτό που νοιώθω είναι η αβεβαιότητα που μου πουλάς.
Και δεν θέλω να την αγοράσω, δεν θέλω να την αισθάνομαι.
Δεν θέλω να ξυπνώ και να μην ξέρω τι μου γίνεται.
Ή μ’ αγαπάς ή όχι, ή με θέλεις ή όχι.
Έχω ένα συναίσθημα κενό που όσο πάει και μεγαλώνει.
Κάποια στιγμή θα σε ξεχάσω και θα κλείσω την πόρτα.
Γιατί εσύ δεν μου δείχνεις τι αισθάνεσαι, αλλά δεν κλείνεις και την πόρτα. Αφήνεις εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα.
Κι εγώ δεν θέλω να αισθάνομαι αβεβαιότητα, την κουράστηκα πια, δεν την θέλω σου λέω.
Πίστευα ότι με τον καιρό θα καταλάβαινες τι είμαι, ποια είμαι.
Αλλά εσύ δεν κατάλαβες τίποτα, δεν θέλησε μάλλον ποτέ.
Μ ένα συναίσθημα βαθύ ταξιδεύω πάντα.
Μ’ αυτό μπαίνω ελαφριά στις ψυχές των ανθρώπων.
Έτσι θέλησα να μπω και στην δική σου, αλλά ποτέ σου δεν με άφησες, ποτέ σου δεν τόλμησες να αφεθείς στην αγάπη μου.
Και τώρα τολμάς και μου φέρεσαι άνανδρα.
Τολμάς και με αγνοείς μετά απ’ όλα όσα περάσαμε, μετά απ’ όλα όσα σου έδωσα.
Χάθηκε το φιλότιμο ρε φίλε και δεν υπάρχει και κανένας για να το χάσει για να το βρεις.
Γιατί το φιλότιμο το έχεις εξαρχής, δεν το αναζητάς στα σαράντα σου, ούτε στα πενήντα σου.
Κι εγώ άντρα χωρίς φιλότιμο και μπέσα δεν θέλω.
Γι’ αυτό σου λέω, κλείσε την πόρτα, γιατί εγώ ακόμη δεν μπορώ.
Μεγάλωσα φίλε και δεν με πουλάω πια φτηνά.
Ξέρω την αξία μου, ξέρω την ουσία μου.
Και η δικιά μου η αξία μου είναι μεγάλη και δεν χωράει στην αβεβαιότητα που μου πουλάς!