Γιατί γίναμε έτσι; Αυτό με ρωτάω συνέχεια τόσο καιρό που λείπεις. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ίσως μια μικρή μελαγχολία. Ο καιρός είναι μουντός κι εγώ δε θέλω να πάω για δουλειά. Κι αν απαντούσες στα τηλεφωνήματά μου, θα ήταν καιρό τώρα όλα ευκολότερα.
Η μελαγχολία δεν περνάει κι εγώ έλεγα μήπως πήγαινα με τα παιδιά για κάνα καφέ. Η αλήθεια είναι δεν ήθελα. Κάτι λείπει. Πάντα κάτι λείπει. Εσύ φταις. Κλείσαμε εβδομάδα χωρίς λέξη. Εντάξει, έτσι τα ‘θελες; Εμείς δεν ήμασταν αυτοί.
Εγώ τα ‘βαλα κάτω. Τα υπολόγισα. Στάσιμη, όπως μ’ άφησες, δεν έχει σημασία. Εσύ, πάλι, σίγουρα προχώρησες. Ήτανε του στιλ σου. Λίγο, δε λέω μα κι εκείνο βήμα είναι.
Είπα να σε πάρω τηλέφωνο. Είχα βρει δυο λόγια να σου πω. Μέχρι και σε χαρτί τα έγραψα. Είπα όχι όμως· έτσι δεν αξίζει. Γι’ αυτό ήρθα, λοιπόν. Για να αξίζει.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που δε θα χώριζα για να ‘μαι μαζί σου. Δε θα ‘πρεπε να στο πω. Δηλαδή, το ‘χα ορκιστεί να μη στο πω και τώρα φταις εσύ που καταρρίπτω τους τοίχους μου έναν-έναν. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Δεν παρακαλάω, τ’ ακούς; Για ένα καθαρό κούτελο ζούμε, δε θα μου το μαυρίσεις εσύ.
Ορίστε στο ‘πα, τι κατάλαβα; Να σου πω εγώ· τίποτα δεν κατάλαβα. Κάτι τέτοια ανεπανόρθωτα κάνουμε οι άνθρωποι και δίνουμε τροφή στο κάρμα. Και μαζί του τα ‘χω, αν θες να ξέρεις. Όχι, πες μου, τι του ‘κανα για να με σέρνει έτσι;
Δε στο είπα, ρε, για να χαμογελάς, ούτε για να μου απαντήσεις. Εγώ δεν πρόκειται να γίνω η μελοδραματική, κτητική σου γκόμενα. Που είμαι ήδη, δηλαδή, αλλά δεν είναι της παρούσης. Κι όσο για αυτό το δεύτερο, οποιαδήποτε απάντησή σου θα κριθεί άκυρη. Δεν το ‘χω ανάγκη να ακούσω καμιά σου απάντηση.
Αυτά, είναι από εκείνα, που ας πούμε, τα λες μια φορά κι ύστερα καίγονται. Αποδυναμώνονται. Κι αν πεις, για παράδειγμα, «Σ’ αγαπώ» δεύτερος, λειτουργεί περισσότερο σαν επιβεβαίωση, παρά σαν είδηση. Διότι αυτός που είπε «Σ’ αγαπώ» πρώτος, δεν το ‘χει πια ανάγκη να τ’ ακούσει.
Επιθυμία, σίγουρα. Ίσως κι άχτι. Ανάγκη, όμως, όχι· δεν το έχει. Τώρα, αν φτάσει πια και στο ζητήσει, το μόνο που αξίζει είναι να του το γυρίσεις πίσω. Και στο κάτω-κάτω τι να σου ζητήσει; Μεγαλύτερο «Σ’ αγαπώ» απ’ το πρώτο, δεν υπάρχει κι όχι, δεν προσπαθώ να μειώσω τα δεύτερα, αργοπορημένα και δικά σου.
Απλά να, το πρώτο είναι σαν μεγεθυντικός φακός. Σε εκθέτει σε βαθμό τέτοιο που τίποτα μετά δεν μπορεί να παραμείνει αμιγώς προσωπικό. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εγώ δε θέλω να μου πεις τίποτα. Να το ξέρεις μόνο ήθελα. Να το ξέρεις, γιατί οι άνθρωποι περνάνε κι εγώ δεν το δέχομαι να μου περάσεις έτσι.
Να το ξέρεις, για να δικαιολογείς τις μαύρες μου κι όσα λέω που δεν τα εννοώ. Να καταλαβαίνεις πως κι όταν λέω πως δε σε θέλω πια εδώ, είναι οι στιγμές που το θέλω πιο πολύ να μείνεις. Κι όταν βλέπεις πως χάνομαι, κλείνομαι και δήθεν μου αδιαφορώ, να ξέρεις, πως παραμύθια, ρε, πουλάω.
Όλους θα τους άφηνα. Δε θα δυσκολευόμουν, στ’ ορκίζομαι. Εκείνοι δεν προσπάθησαν κι είμαι προκατειλημμένη πως ούτε σε χρόνο μέλλοντα δε θα προσπαθούσαν. Εγώ θέλω εσύ να προσπαθήσεις. Εσύ κι ας μου πεις μετά πως δεν τ’ αντέχεις. Εγώ με σένα τα έβαλα τα στοιχήματα.
Δεν είμαι δεδομένη. Μπορώ ανά πάσα στιγμή να φύγω, σου το λέω. Να μη νομίζεις πως τώρα μ’ έδεσες. Κι έτσι όπως με κοιτάς, μ’ αυτό το βλέμμα τ’ άδειο, ίσως και να πρέπει να σου φύγω. Δεν περίμενα απάντηση, αλλά όχι κι έτσι.
Γι’ αυτό, πες μου. Πες μου αν θες να μείνω, εσύ τι μπορείς να κάνεις. Να μη μου πεις πολλά. Να μου δείξεις θέλω. Δείξε μου ότι ναι, γι’ αυτό το δύο το δικό μας, θ’ άφηνες όλα τα πολλά κι υπόλοιπα που είναι για να ‘ρθουν. Δείξε μου να ξέρω πως άξιζε τουλάχιστον η διαδρομή.