Γράφει η Εύα Καρρά
Δεν είχες αλήθειες να μου πεις, κι εγώ είχα πια κουραστεί να ψάχνω για ίχνη τους μέσα στα μισόλογά σου. Είχα βαρεθεί να διαβάζω πίσω από προτάσεις, να αποκωδικοποιώ βλέμματα, να μαντεύω τι πραγματικά νιώθεις. Κάθε φορά που ρωτούσα, απαντούσες με σιωπές. Κάθε φορά που άνοιγα την καρδιά μου, εσύ άλλαζες θέμα. Και κάπου εκεί, στα καθημερινά σου “όλα καλά”, άρχισα να μικραίνω. Να μαζεύω τα κομμάτια μου για να χωρέσω στην άνεσή σου.
Δεν είχα ανάγκη τα μεγάλα λόγια, είχα ανάγκη την αλήθεια. Μια λέξη, μια παραδοχή, κάτι που να μοιάζει με ειλικρίνεια. Μα εσύ προτίμησες την ασφάλεια των ψεμάτων σου. Ίσως γιατί τα είχες μάθει έτσι. Ίσως γιατί δεν ήξερες πώς να σταθείς γυμνός μπροστά σε όσα δεν ελέγχεις. Κι εγώ, όσο σε καταλάβαινα, τόσο περισσότερο χανόμουν. Γιατί υπάρχει ένα σημείο που η κατανόηση μετατρέπεται σε αυτοκαταστροφή.
Μου πήρε καιρό να δω καθαρά. Να καταλάβω πως δεν φταις που ήσουν ψεύτης· φταίω που σου έδωσα το χώρο να είσαι. Που μπέρδεψα τη συμπόνια με την ανοχή. Που σε δικαιολογούσα κάθε φορά που έφευγες, λέγοντας πως «έτσι είναι οι άνθρωποι». Όχι. Έτσι είναι όσοι δεν ξέρουν να αγαπούν.
Δεν είχες αλήθειες να μου πεις, και τελικά, δεν πειράζει. Γιατί έμαθα πως δε χρειάζεσαι πάντα να τις ακούσεις — αρκεί να τις δεις. Και τις είδα. Στην απόσταση, στη στάση σου, στη σιωπή που μιλούσε πιο δυνατά απ’ όλα.
Τώρα πια, δεν ψάχνω ψέματα να μακιγιάρω. Θέλω μόνο αλήθειες να με κοιτάζουν στα μάτια.
Κι αν δεν έχεις, προχώρα.
Γιατί εγώ, δεν βαριέμαι πια. Έμαθα να τελειώνω.
