Γράφει η Νίκη Σταματοπούλου
Όχι, δεν θα μπω στο παιχνίδι σου.
Δεν θα χορέψω στους κανόνες που έφτιαξες για να νιώθεις δυνατός.
Δεν είμαι πιόνι σε σκακιέρα που αλλάζεις όταν βαριέσαι.
Κι όχι, δεν είμαι “άλλη μία” που θα προσπαθήσει να σε καταλάβει, να σε δικαιολογήσει, να σου χαϊδέψει τις πληγές και να πληγωθεί ξανά.
Στάθηκα απέναντί σου καθαρή.
Χωρίς μάσκες, χωρίς προθέσεις, χωρίς φόβο.
Κι αυτό σε τρόμαξε.
Γιατί ο αληθινός άνθρωπος σε ξεγυμνώνει χωρίς να χρειάζεται να πει κουβέντα.
Σε κάνει να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη που αποφεύγεις χρόνια.
Μου έδειξες πόσο εύκολα μπορείς να ντύσεις την ανωριμότητα με ειρωνεία,
να κρύψεις τη δειλία σου πίσω από το “έτσι είμαι εγώ”.
Μα ξέρεις κάτι; Δεν είσαι “έτσι”.
Είσαι απλώς φοβισμένος.
Φοβισμένος να νιώσεις, να δεθείς, να αγαπήσεις.
Γιατί η αγάπη δεν είναι παιχνίδι· είναι ρίσκο.
Κι εσύ δεν αντέχεις να χάσεις.
Εγώ δεν είμαι η γυναίκα που θα προσπαθήσει να σε πείσει να με δεις.
Δεν έχω πια ανάγκη να αποδείξω την αξία μου σε κανέναν.
Όποιος τη βλέπει, τη βλέπει.
Όποιος όχι, δεν του τη δείχνω με το ζόρι.
Έμαθα να κρατάω τον εαυτό μου ψηλά,
όχι γιατί δεν πόνεσα,
αλλά γιατί κουράστηκα να χαμηλώνω για να χωράω σε μικρές ψυχές.
Η δική μου χωράει σύμπαντα — κι εσύ δεν χωράς μέσα της.
Δεν θυμώνω πια.
Ο θυμός σημαίνει προσδοκία,
κι εγώ δεν περιμένω τίποτα.
Απλώς κοιτάζω μπροστά, εκεί που δεν υπάρχουν μάσκες, παιχνίδια ή ρόλοι.
Εκεί που οι άνθρωποι δεν φοβούνται να φανούν αληθινοί.
Γιατί εγώ, όταν αγαπάω, δεν παίζω.
Κι αν κάτι έμαθα απ’ όλο αυτό,
είναι πως οι δυνατές γυναίκες δεν φεύγουν επειδή δεν αντέχουν —
φεύγουν γιατί δεν αξίζει να μένουν.
